πεζοπορέω
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
English (LSJ)
A go on foot, X.Eq.Mag.4.1. II go by land, march, Plb.3.68.14, Luc.Alex.53.
German (Pape)
[Seite 542] zu Fuße oder zu Lande gehen; Pol. 3, 68, 14; Luc. Alex. 54.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 voyager à pied;
2 aller par terre.
Étymologie: πεζοπόρος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεζοπορέω [πεζοπόρος] over land gaan.
Russian (Dvoretsky)
πεζοπορέω:
1 идти пешком Xen.;
2 передвигаться сухим путем Polyb., Luc.
Greek Monotonic
πεζοπορέω:I. πηγαίνω με τα πόδια, σε Ξεν.
II. πηγαίνω κατά ξηρά, βαδίζω, σε Πολύβ.
Greek (Liddell-Scott)
πεζοπορέω: πορεύομαι πεζῇ, Ξεν. Ἱππαρχ. 4, 1. ΙΙ. ὁδοιπορῶ διὰ ξηρᾶς, βαδίζω, Πολύβ. 3. 68, 14, Λουκ. Ἀλέξ. 53.
Middle Liddell
πεζο-πορέω,
I. to go on foot, Xen.
II. to go by land, to march, Polyb. [from πεζοπόρος