κούρητες
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
English (LSJ)
ων, οἱ, (κόρος B, κοῦρος A) A young men, esp. young warriors, κούρητες Παναχαιῶν, Ἀχαιῶν, Il.19.193, 248. II as pr.n., Κουρῆτες (Hdn.Gr.1.63, al.), Dor. Κωρῆτες, divinities coupled with Nymphs and Satyrs, K. θεοὶ φιλοπαίγμονες ὀρχηστῆρες Hes.Fr.198; worshipped in Crete, Κωρῆτας καὶ Νύμφας καὶ Κύρβαντας GDI5039.14 (Hierapytna); Κωρῆσι τοῖς πρὸ καρταιπόδων ib.iv p.1036 (Gortyn); K. Διὸς τροφεῖς λέγονται Str.10.3.19, cf. ΙΙ, E.Ba.120 (lyr.), Orph.H.38.1, Fr.151, etc.: prov., Κουρήτων στόμα, of prophecy, Zen.4.61. (Sg. only late, ὁ Κορόνους δηλοῖ νοῦν καὶ τὸν Κουρῆτα τούτου Dam.Pr. 267.) 2 armed dancers who celebrated orgiastic rites, Str.10.3.7: hence used to translate Lat. Salii, D.H.2.70; Κουρήτων Βάκχος ἐκλήθην ὁσιωθείς E.Fr.472.14 (lyr.). 3 at Ephesus, religious college of six members, συνέδριον Κουρήτων Ephes.2 No.83c, cf. SIG353.1 (iv B. C.), Str.14.1.20. III pr. n. of a people who fought with the Aetolians, Il.9.529, al.
German (Pape)
[Seite 1495] οἱ, = κοῦροι, die junge, waffenfähige Mannschaft, κούρητες Παναχαιῶν, Ἀχαιῶν, Il. 19, 193. 248. – S. nom. propr.
French (Bailly abrégé)
ήτων (οἱ) :
seul. au pl.
jeunes hommes.
Étymologie: κούρος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κούρητες -ων, οἱ [κοῦρος] jongemannen.
English (Autenrieth)
(κοῦρος), pl.: youths, usually princes.
Greek Monolingual
κούρητες, -ήτων, οἱ (Α) νέοι στρατεύσιμοι, πολεμιστές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦρος (Ι) + επίθημα -ης, -ητος (πρβλ. έρπης, -ητος, πλάνης, -ητος)].
Greek Monotonic
κούρητες: -ων, οἱ (κόρος, κοῦρος),
I. νεαροί άνδρες, ιδίως, νέοι πολεμιστές, σε Ομήρ. Ιλ.
II. Κούρητες, οἱ, οι Κουρήτες, οι παλιότεροι κάτοικοι στα Πλεύρα της Αιτωλίας, σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
κούρητες: -ων, οἱ, (κόρος, κοῦρος) νέοι νεανίαι, μάλιστα νέοι πολεμισταί, κούρητες Παναχαιῶν, Ἀχαιῶν Ἰλ. Τ. 193. 248· ― ἀλλά, ΙΙ. Κουρῆτες, οἱ, ἀρχαιότατοι κάτοικοι τῆς ἐν Αἰτωλίᾳ Πλευρῶνος, Ἰλ. Ι. 529, 549, κτλ. 2) Κρητική τις φυλὴ ἐσχετισμένη μὲ ἰδιαιτέρας τινὰς τελετὰς ἐν Δήλῳ, παραβαλλομένας ὑπὸ τοῦ Διον. Ἁλ. 2. 71, πρὸς τὰς τῶν Ρωμαίων Σαλίων (Salii)· συχνάκις συγχεομένη πρὸς τοὺς Κορύβαντας, Στράβ. 466 κἑξ.· ― ἴδε Λοβ. Ἀγλαόφ. σ. 1111, Müller Dor. 2. 1. 6.
Frisk Etymological English
Middle Liddell
κόρος, κοῦρος
I. young men, esp. young warriors, Il.
II. Κουρῆτες, οἱ, the Curetes oldest inhabitants of Pleuron in Aetolia, Il.