σαλάκων

From LSJ
Revision as of 13:53, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")

ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σᾰλάκων Medium diacritics: σαλάκων Low diacritics: σαλάκων Capitals: ΣΑΛΑΚΩΝ
Transliteration A: salákōn Transliteration B: salakōn Transliteration C: salakon Beta Code: sala/kwn

English (LSJ)

[λᾰ], ωνος, ὁ, pretentious person, Arist.Rh.1391a3, EE 1221a35, MM1192b2.

German (Pape)

[Seite 859] ωνος, ὁ, ein Mensch, der sich hoffährtig geberdet, der sich in üppiger Prunkliebe mit seinem Vermögen brüstet und überall groß thut, schwelgerischen Aufwand macht, der Großprahler, Aufschneider; Arist. rhet. 2, 16 eth. eud. 2, 3; Theophr.; VLL., vgl. Schol. Ar. Vesp. 1169.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ) :
qui remue les hanches en marchant ; qui se donne de grands airs, fastueux, fanfaron.
Étymologie: cf. σαλεύω, σαυλόομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σαλάκων -ωνος, ὁ [σάλος] opschepper.

Russian (Dvoretsky)

σᾰλάκων: ωνος ὁ чванный болтун, хвастун Arst.

Greek Monolingual

-ωνος, ὁ, Α
ματαιόδοξος, ξυπασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάλαξ, -ακος «κόσκινο» + κατάλ. -ων (πρβλ. γάστρ-ων)].

Greek Monotonic

σᾰλάκων: -ωνος, ὁ, λέξη αμφίβ. προέλ.· αλαζόνας, κομπορρήμων, ματαιόδοξος, ξιπασμένος.

Greek (Liddell-Scott)

σᾰλάκων: -ωνος, ὁ, λέξις ἀγνώστου ἐτυμολογίας σημαίνουσα τὸν ματαιόφρονα καὶ μεγάλαυχον, «ξηπασμένος», Ἀριστ. Ρητ. 2. 16, 2, Ἠθικ. Εὐδήμ. 2. 3, 9., 3. 6, 2· ― ἐντεῦθεν σᾰλᾰκωνεία, ἡ, ματαιοφροσύνη, ἀλαζονεία, Ἀριστ. Μ. Ἠθικ. 1. 27, 1· σαλακωνία, ἡ, Ἀλκίφρων 2. 3, Ἀθήν. 691 Ε· ― καὶ σᾰλακωνίζω ἢ -ίζομαι, καὶ σαλακωνεύομαι, ὑπερηφανεύομαι, ἀλαζονεύομαι, «μεγαλοπιάνομαι», Φώτ., Σουΐδ., Ἡσύχ.· σεσαλακωνισμένη εἶναι ἡ πιθανὴ γραφὴ ἐν Meineke Ἕλλ. Κωμικ. 1. 98., 5. 2· καὶ διασαλακωνίζω ἀπαντᾷ παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Σφ. 1169, μετὰ παιδιᾶς ἀπὶ τῆς φράσεως: σαλεύειν τὸν πρωκτὸν (ἴδε σαλεύω ΙΙ. 3 καὶ Σχολ. ἔνθ’ ἀνωτ.), πρβλ. ὡσαύτως σαυλοπρωκτιάω. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 126.

Middle Liddell

σᾰλάκων, ωνος, ὁ,
a word of uncertain origin, denoting a swaggerer, Arist.