διεξελαύνω
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
English (LSJ)
Att. fut. -ελῶ: intr., drive, ride, march through, abs., Hdt.1.187: c. acc. loci, δ. τὴν ἄνυδρον Id.3.11; τὰς πύλας Id.5.52, etc.; also κατὰ τὸ προάστειον Id.3.86; δ. ἐπὶ ἅρματος Id.7.100; δ. ἵππῳ τὸν πόρον Plu.Publ.19: c. gen. loci, δ. τῆς Ῥώμης Id.Cam.7.
Spanish (DGE)
1 cruzar, atravesar, franquear esp. accidentes o ext. geog., frec. a caballo o en barco τὴν ἄνυδρον Hdt.3.11, πύλας Hdt.5.52, cf. 1.187, κολώνας A.R.3.879, ἵππῳ ... τὸν ποταμόν Plu.Publ.19, cf. 2.250d, τὸ ὁπλιτικὸν ἕρκος Hld.10.28.5.
2 fact. hacer pasar, hacer cruzar c. διά y gen. ἔπεμπον τὸν θρίαμβον διὰ τῶν θεάτρων διεξελαύνοντες I.BI 7.131.
3 recorrer ἐπεθύμησε αὐτός σφεας διεξελάσας θεήσασθαι sintió deseos de recorrerlas (las filas) personalmente para pasar revista Hdt.7.100, c. gen. τῆς Ῥώμης Plu.Cam.7
•abs. διεξελαυνόντων ... κατὰ τὸ προάστιον mientras transitaban por las afueras de la ciudad Hdt.3.86.
German (Pape)
[Seite 619] (s. ἐλαύνω), ganz hindurch treiben, sc. ἵππον, στρατόν, ganz durchziehen, durchmarschiren; πᾶσαν τὴν χώρην, Her. 5, 29; πύλας 5, 52; ἐπὶ ἅρματος παρὰ ἔθνος ἕκαστον 7, 100; κατά τι, 3, 86; ἵππῳ τὸν πόρον Plut. Popl. 19, u. oft; auch Ῥώμης, Com. 7.
French (Bailly abrégé)
f. διεξελῶ, ao. διεξήλασα;
1 s'avancer à cheval ou sur un char;
2 traverser à cheval ou avec une troupe, acc. ou gén..
Étymologie: διά, ἐξελαύνω.
Russian (Dvoretsky)
διεξελαύνω: (fut. διεξελάσω - атт. διεξελῶ, aor. διεξήλασα) стремительно проноситься, проезжать (τὰς πύλας, πᾶσαν τὴν χώραν Hom. и τῆς Ῥώμης Plut.; ἵππῳ τὸν ποταμόν Plut.): δ. κατὰ τὸ προάστειον Her. проезжать по пригороду; διεξήλαυνε ἐπὶ ἅρματος παρὰ ἔθνος ἓν ἕκαστον Her. (Ксеркс) объезжал на колеснице национальные войска одно за другим.
Greek (Liddell-Scott)
διεξελαύνω: μέλλ. -ελάσω, Ἀττ. -ελῶ· ― ἀμεταβ. (πρβλ. ἐλαύνω), διαπερνῶ, διέρχομαι ἐφ’ ἁμάξης, ἔφιππος ἢ πεζός, ἀπολ., Ἡρόδ. 1. 187· μετ’ αἰτ. τόπ., δ. τὴν ἄνυδρον 3. 11· τὰς πύλας 5. 52, κτλ.· ὡσαύτως, κατὰ τὸ προάστειον 3. 86· δ. ἐπὶ ἅρματος 7. 100· δ. ἵππῳ τὸν ποταμὸν Πλούτ. Ποπλ. 19· ὡσαύτως μετὰ γεν. τόπ., δ. τῆς Ρώμης ὁ αὐτ. Καμ. 7.
Greek Monolingual
διεξελαύνω (Α) εξελαύνω
διαβαίνω, διέρχομαι έφιππος, πεζός ή πάνω σε άμαξα.
Greek Monotonic
διεξελαύνω: μέλ. -ελάσω, Αττ. -ελῶ, εξορμώ, επιτίθεμαι, οδηγώ εναντίον, επελαύνω διαμέσου, διέρχομαι πεζός ή έφιππος, απόλ., σε Ηρόδ.· με αιτ. τόπου, δ. τὰς πύλας, στον ίδ.
Middle Liddell
fut. -ελάσω attic -ελῶ
to drive, ride, march through, absol., Hdt.; c. acc. loci, δ. τὰς πύλας Hdt.