πέταμαι

From LSJ
Revision as of 11:29, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")

Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell

Menander, Monostichoi, 358
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέτᾰμαι Medium diacritics: πέταμαι Low diacritics: πέταμαι Capitals: ΠΕΤΑΜΑΙ
Transliteration A: pétamai Transliteration B: petamai Transliteration C: petamai Beta Code: pe/tamai

English (LSJ)

= πέτομαι (q.v.).

German (Pape)

[Seite 604] = πέτομαι; Pind. N. 6, 50 P. 8, 94; κάπνος ὀρόφους πέταται, Eur. Ion 90; πέτασσαι, Anacr. 24, 6; u. in späterer Prosa, wie S. Emp. adv. geom. 16; vgl. Luc. Pseudol. 29.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πέταμαι zie πέτομαι.

Russian (Dvoretsky)

πέτᾰμαι: Pind. (только praes.) = πέτομαι.

Greek (Liddell-Scott)

πέτᾰμαι: πέτομαι, ὃ ἴδε.

English (Slater)

πέτᾰμαι (πέταται: aor. πτάμεναι: πέτεται pro πέταται coni. Nauck, Schr.) fly, soar met. ὁ δὲ καλόν τι νέον λαχὼν ἁβρότατος ἔπι μεγάλας ἐξ ἐλπίδος πέταται ὑποπτέροις ἀνορέαις (P. 8.90) πέταται δ' ἐπί τε χθόνα καὶ διὰ θαλάσσας τηλόθεν ὄνυμ αὐτῶν (N. 6.48) ἀνὰ Δώτιον ἀνθεμόεν πεδίον πέταται (sc. κύων) *fr. 107a. 4.* νεάνιδες πολλάκι ματέρ' ἐρώτων οὐρανίαν πτάμεναι νοήματι πρὸς Ἀφροδίταν fr. 122. 4. test., Plato, Theaet., 173e, ἡ δὲ διάνοια πέτεται κατὰ Πίνδαρον τᾶς τε γᾶς ὑπένερθε οὐρανοῦ θ' ὕπερ (v.l. πέταται) fr. 292.

Greek Monolingual

Α
βλ. πέτομαι.

Greek Monotonic

πέτᾰμαι: = πέτομαι, βλ. το επόμ.