συμβουλευτικός

From LSJ
Revision as of 11:35, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμβουλευτικός Medium diacritics: συμβουλευτικός Low diacritics: συμβουλευτικός Capitals: ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: symbouleutikós Transliteration B: symbouleutikos Transliteration C: symvouleftikos Beta Code: sumbouleutiko/s

English (LSJ)

ή, όν, of or for advising, hortatory, opp. βιαστικός, Pl.Lg.921e; of oratory, deliberative, opp. δικανικός and ἐπιδεικτικός, Arist.Rh.1358b7; ἡ -κή (sc. τέχνη) S.E.M.2.90; so τὸ -κόν and τὰ -κά, Arist.Rh.1391b21, Plu.2.744e, Philostr.Her.19.3; τὸ σ. μέρος Phld.Rh.2.214 S., cf. Stoic.2.96. Adv. -κῶς Hermog.Stat. 1, Poll.4.26.

German (Pape)

[Seite 980] ή, όν, zum Rathen od. Berathschlagen gehörig, geschickt, Plat. Legg. XI, 921 a; τὸ συμβουλευτικόν, genus dicendi deliberativum, Plut. Symp. 9, 14, 3.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
t. de rhét. qui concerne la délibération, propre à la délibération, délibératif ; τὸ συμβουλευτικόν le genre délibératif.
Étymologie: συμβουλεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμβουλευτικός -ή -όν [συμβουλεύω] raadgevend, adviserend; spec. ret. van politieke redevoeringen, een van de drie retorische genres, naast die van juridische en showredevoeringen; adviserende retoriek betreffend.

Russian (Dvoretsky)

συμβουλευτικός: убеждающий, увещевающий, советующий (νόμος Plat.; γένος τῶν λόγων Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

συμβουλευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ συμβουλεύειν, παραινετικός, ἀντίθ. τῷ βιαστικός, Πλάτ. Νόμ. 921F· ― ἐπὶ ῥητορ. λόγου, ἐπὶ προτροπῆς ἢ ἀποτροπῆς, ἀντίθ. τῷ δικανικὸς καὶ ἐπιδεικτικός, Ἀριστ. Ρητ. 1. 3, 3· ― ἡ συμβουλευτικὴ (ἐξυπακ. τέχνη) Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 2. 90· οὕτω καὶ τὸ συμβουλευτικὸν καὶ τὰ συμβουλευτικά, Ἀριστ. Ρητ. 2. 18. 1, Πλούτ. 2. 744D, Φιλόστρ. 731. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Δ΄, 26.

Greek Monolingual

-ή, -ό / συμβουλευτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ συμβουλεύω
1. αυτός που έχει την ικανότητα να δίνει συμβουλές ή που έχει λεχθεί ή γραφεί για να δίνει συμβουλές («νόμος συμβουλευτικός... οὐ βιαστικός», Πλάτ.)
2. (ρητ.) (για πολιτικό λόγο) αυτός με τον οποίο προτρέπεται ή αποτρέπεται το ακροατήριο να λάβει ορισμένη απόφαση, σε αντιδιαστολή προς τον επιδεικτικό και τον δικανικό λόγο
νεοελλ.
φρ. α) «συμβουλευτική θέση» — αξίωμα που δεν παρέχει δικαιοδοσία αποφάσεων αλλά μόνο υποδείξεων λόγω ειδικών γνώσεων ή εμπειρίας
β) «συμβουλευτική ψήφος» — ψήφος που δίνεται από κάποιον ο οποίος μετέχει σε συνεδρίαση ενός σώματος για να εκφράσει γνώμη, αλλά δεν συνυπολογίζεται κατά τη λήψη αποφάσεων
αρχ.
(το θηλ. ή το ουδ. πληθ. ως ουσ.) ἡ συμβουλευτική, τὰ συμβουλευτικά
η ικανότητα να δίνει κανείς συμβουλές.
επίρρ...
συμβουλευτικά / συμβουλευτικῶς ΝΜΑ
με συμβουλές, παραινετικά.

Greek Monotonic

συμβουλευτικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αρμόζει στην παροχή συμβουλών, παραινετικός, λέγεται για ρήτορες, σε Αριστ.

Middle Liddell

συμβουλευτικός, ή, όν
of or for advising, deliberative, of orators, Arist. [from συμβουλεύω