ἀπηλιώτης

From LSJ
Revision as of 11:37, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")

εὖ γοῦν θίγοις ἂν χερνίβων → well could you, of course, handle holy vessels

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπηλῐώτης Medium diacritics: ἀπηλιώτης Low diacritics: απηλιώτης Capitals: ΑΠΗΛΙΩΤΗΣ
Transliteration A: apēliṓtēs Transliteration B: apēliōtēs Transliteration C: apiliotis Beta Code: a)phliw/ths

English (LSJ)

(with or without ἄνεμος), ου, ὁ, east wind, Hdt.4.22, 7.188, E.Cyc.19, Th.3.23; opp. ζέφυρος, Arist.Mete.363b13, cf.Mu. 394b23, Vent.973a13, al.—The Ion. form ἀπηλιώτης is retained in Att., and appears on the Tower of Andronicus Cyrrhestes, CIG 518; ἀφηλιώτης on a later table of the winds, IG14.1308, and in Latin authors, Catull.26.3, SenecaQN5.16.4, Gell.2.22.8.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Alolema(s): tard. ἀφηλιώτης IG 14.1308, Apio en I.Ap.2.2, Cat.26.3
I 1viento del cuadrante este, viento de levantec. ἄνεμος Hdt.4.22, 7.188, E.Cyc.19, sin ἄνεμος Th.3.23, op. Ζέφυρος Arist.Mete.363b13, cf. Mu.394b24, Vent.973a13, LXX Iu.7.18, Ez.21.3, CIG 518 (Torre de Andronico o de los vientos), IG 14.1308, Cat.l.c., Seneca QN 5.16.4, Gell.2.22.8
del Εὖρος Arist.Fr.250.
2 el Este, Oriente frec. en pap. para indicar demarcaciones POxy.2185.3 (I d.C.), 2722.25 (II d.C.), Apio en I.Ap.2.10, PBerl.Borkowski 7.7 (III/IV d.C.), Cosm.Ind.Top.2.79.
II el Sur Sm. en Thdt.M.81.1005C.

German (Pape)

[Seite 290] ὁ, ἄνεμος, Ostwind, Her. 4, 22 u. öfter; Eur. Cycl. 19 u. Folgde; eigtl. = von der Sonne her, ion. für ἀφηλιώτης; Arist. mund. 4 meteorol. 2, 6.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
vent d'est.
Étymologie: ἀπό, ἥλιος.

Russian (Dvoretsky)

ἀπηλιώτης: ου ὁ (sc. ἄνεμος) восточный ветер Her., Eur., Thuc., Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπηλιώτης: (μετὰ τῆς λεξ. ἄνεμος ἢ καὶ ἄνευ αὐτῆς) ου, ὁ, ὁ ἀνατολικὸς ἄνεμος, Λατ. subsolanus, Ἡρόδ. 4. 22., 7. 188 (ἔνθα ἴδε Wessel), Εὐρ. Κύκλ. 19, Θουκ. 3. 23: ἀντίθ. τῷ ζέφυρος Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 6, πρβλ. π. Κόσμ. 4. 12, Ἀνέμ. Θέσ. 3. κ. ἐξ.: ― Ἐπίθ. ἀπηλιωτικός, ή, ον, ἐκ τοῦ μέρους τοῦ ἀπηλιώτου, ὁ αὐτ. Μετεωρ. 2. 6, 21. ― Ὁ τύπος ἀπηλιώτης διετηρήθη παρ’ Ἀττ. καὶ σῴζεται γεγραμμένος ἐπὶ τοῦ Πύργου τοῦ Ἀνδρονίκου Κυρρήστου ἐν Ἀθήναις, Συλλ. Ἐπιγρ. 518· ἀφηλιώτης, εὕρηται μόνον ἐπὶ μεταγενεστέρου τινος πίνακος τῶν ἀνέμων, αὐτόθι 6180 (ἴδε ἐν λ. ἥλιος).

Greek Monolingual

ἀπηλιώτης, ο (Α)
(με ή χωρίς τη λ. άνεμος) ο ανατολικός άνεμος, ο λεβάντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)- + ηλιώτης («αυτός που ανήκει στον ήλιο»), με ιωνική ψίλωση].

Greek Monotonic

ἀπηλιώτης: -ου, ὁ (ἥλιος), άνεμος που φυσά από την κατεύθυνση από την οποία ανατέλλει ο ήλιος, δηλ. ο ανατολικός άνεμος, Λατ. subsolanus, σε Ηρόδ., Θουκ.

Middle Liddell

ἥλιος
the wind that comes from the rising sun, the east wind, Lat. subsolanus, Hdt., Thuc.

English (Woodhouse)

east wind

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(= ὁ ἀνατολικός ἄνεμος). Ἀπό τό ἀπό + ἥλιος.