ἀργίπους

From LSJ
Revision as of 12:55, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργῐπους Medium diacritics: ἀργίπους Low diacritics: αργίπους Capitals: ΑΡΓΙΠΟΥΣ
Transliteration A: argípous Transliteration B: argipous Transliteration C: argipous Beta Code: a)rgi/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, -πουν, τό, gen. ποδος, swift-footed, ἀργίποδας κύνας Il.24.211; of rams, S.Aj.237 (lyr.) ( = λευκόποδας,, Sch.); = ἀετός (Maced.), Hsch.

Spanish (DGE)

-οδος
• Prosodia: [-ῐ-]
adj. de patas ligeras κύνες Il.24.211, Ps.Phoc.147
quizá de blancas patas κριοί S.Ai.237.

French (Bailly abrégé)

-ποδος (ὁ, ἡ)
aux pieds agiles ou pê aux pieds blancs.
Étymologie: ἀργός¹, πούς.

German (Pape)

οδος, schnellfüßig, od. weißfüßig, vgl. ἀργός; ἀργίποδας κύνας Il. 24.211; κριοί Soph. Aj. 236.

Russian (Dvoretsky)

ἀργίπους: ποδος adj. быстроногий, по друг. белоногий (κύνες Hom.; κριοί Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀργίπους: ὁ, ἡ, -πουν, τὸ, ταχύπους, ἀργίποδας κύνας Ἰλ. Ω. 211· ἐπὶ κριῶν, Σοφ. Αἴ. 237 (ἔνθα ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει λευκόποδας, ἀλλ’ ἴδε ἀργός). Ὁ ἰσοδύναμος τύπος ἀργιόπους (διορθωθεὶς ἤδη εἰς ἀργίπους) εἶναι καθ’ Ἡσύχ. Μακεδονικός, καὶ σημαίνει ἀετόν.

Greek Monolingual

ἀργίπους (-ποδος), -πουν (Α)
αυτός που έχει γρήγορα ή λευκά πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αργι - + -πους < πους (πρβλ. αιγίπους, αντίπους, αρτίπους κ.ά.)].

Greek Monotonic

ἀργίπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό (ἀργός), ταχυκίνητος, αυτός που έχει γρήγορα πόδια, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.

Middle Liddell

ἀργός
swift-footed, Il., Soph.