ἐπιχαλκεύω

From LSJ
Revision as of 14:40, 6 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/i>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")

Σοφία γάρ ἐστι καὶ μαθεῖν, ὃ μὴ νοεῖς → Et discere id, quod nescias, aspienta est → Zu lernen fordert Weisheit auch, was du nicht weißt

Menander, Monostichoi, 481
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιχαλκεύω Medium diacritics: ἐπιχαλκεύω Low diacritics: επιχαλκεύω Capitals: ΕΠΙΧΑΛΚΕΥΩ
Transliteration A: epichalkeúō Transliteration B: epichalkeuō Transliteration C: epichalkeyo Beta Code: e)pixalkeu/w

English (LSJ)

A forge upon an anvil, μύδρους A.Fr.307; ἐπιχαλκεύειν παρέχοιμ' ἄν, i.e. you can use me as an anvil (I am so hard), Ar.Nu.422; 'drive' a point, Arist.Rh.1419b15 (dub. sens.). II Pass., to be wrought upon, λεπίδες [τοῖς κίοσιν] -κεχαλκευμέναι J.AJ3.6.3.

German (Pape)

[Seite 1002] darauf schmieden, hämmern, Aesch. frg. 421; Ar. Nubb. 422; übertr., gleichsam auf dem Ambos zurichten, bei Arist. rhet. 3, 19 vom Epilog, dem κατασκευάζειν ἑαυτῷ εὖ τὸν ἀκροατήν entsprechend, entweder künstlich ausarbeiten, oder Schlag auf Schlag treffen u. rühren.

French (Bailly abrégé)

forger sur ; fig. remettre sur l'enclume, travailler de nouveau.
Étymologie: ἐπί, χαλκεύω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιχαλκεύω:
1 ковать (μύδρους Aesch.);
2 перен. выковывать, отделывать Arph., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιχαλκεύω: χαλκεύω, κατασκευάζω τι σφυρηλατῶν ἐπὶ ἄκμονος, κἀπιχαλκεύειν μύδρους Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 297· μεταφ., μεταβάλλω τινά, ὡς διὰ σφυρηλατήσεως, πρὸς τὸν σκοπόν μου, τὸν πλάττω κατὰ τὴν θέλησίν μου, Ἀριστοφ. Νεφ. 422, Ἀριστ. Ρητ. 3. 19, 1. ΙΙ. Παθ., λεπίδες δ’ αὐταῖς ἦσαν ἐπικεχαλκευμέναι πανταχόθεν χρυσαῖ Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 6, 3.

Greek Monolingual

ἐπιχαλκεύω (Α)
1. χτυπώ με τη σφύρα (πυρακτωμένο μέταλλο) επάνω στον άκμονα, στο αμόνι
2. είμαι σκληρός, αμετακίνητος σαν το αμόνι («ἐπιχαλκεύειν παρέχοιμ’ ἄν» — θα μπορούσες να μέ χρησιμοποιήσεις σαν να ήμουνα αμόνι, δεν θα κουνηθώ καθόλου, Αριστοφ.)
3. παθ. ἐπιχαλκεύομαι
έχω επιστρωθεί, επενδυθεί («λεπίδες τοῖς κίοσιν ἐπικεχαλκευμέναι πανταχόθεν χρυσαῑ» — φύλλα χρυσού επενδεδυμένα σε όλη την επιφάνεια τών κιόνων).

Greek Monotonic

ἐπιχαλκεύω: μέλ. -σω, σφυρηλατώ πάνω σε αμόνι, κατασκευάζω σε σιδηρουργείο· μεταφ., ἐπιχαλκεύω τινά, παραποιώ ή αλλάζω τη γνώμη μου, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

fut. σω
to forge upon an anvil: metaph., ἐπ. τινά to forge or mould to one's purpose, Ar.