ἀντιπίπτω

From LSJ
Revision as of 20:13, 6 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "\.(<br \/>'''Étymologie:'''.*)(<br \/><b>\[\[NT\]\]<\/b>: .*)\n}}" to ";$2.$1 }}")

Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein

Menander, Monostichoi, 370
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιπίπτω Medium diacritics: ἀντιπίπτω Low diacritics: αντιπίπτω Capitals: ΑΝΤΙΠΙΠΤΩ
Transliteration A: antipíptō Transliteration B: antipiptō Transliteration C: antipipto Beta Code: a)ntipi/ptw

English (LSJ)

A collide, Arist.Pr.915b18; fall upon, ταῖς σπείραις Plb.3.19.5. 2 resist, ἀντιπῖπτον resisting body, Arist.Pr.961b3; ἀ. τινί Act.Ap.7.51; μηδὲν ἀντιπεσόντα without demur, UPZ36.21 (ii B.C.); τῆς φράσεως οὐκ -ούσης A.D.Adv.123.5; εἰ μηδὲν -πίπτει POxy.1473.20 (iii A. D.), cf. Aët.16.73; ἀντιπῖπτον an objection, Phlp.in Mete.58.3; ἡ τοῦ ἀντιπίπτοντος λύσις Aps.p.238H. 3 of circumstances, to be adverse, τινί Plb.16.2.1, etc.: abs., τῆς τύχης -ούσης ib.28.2; of contrary winds, 4.44.9; tell against, conflict with (fact or theory), Phld.Sign.8, al. II to fall in a contrary direction, αἱ σκιαί Str. 2.1.19.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. ἀντέπεσα Plb.3.19.5]
I 1de objetos físicos chocar c. πρός y ac., del aire interior del cuerpo humano contra los órganos Hp.VM 22
abs. encontrar un obstáculo Arist.Pr.915b18
de ahí part. subst. τὸ ἀντιπίπτον obstáculo πρὸς ἀ. γὰρ ἡ πληγὴ γίνεται Arist.Pr.961b3
c. dat. encajar δύο ἀγκωνίσκους τῷ στύλῳ τῷ ἑνὶ ἀντιπίπτοντας ἕτερον τῷ ἑτέρῳ LXX Ex.26.17, cf. 26.5, Cosm.Ind.Top.M.5.23.
2 de pers. hacer frente, resistir c. inf. ἐν τῷ ἀντιπίπτειν τὴν συναγωγὴν ἁγιάσαι με al resistirse la muchedumbre a santificar mi nombre LXX Nu.27.14, cf. μηδὲν ἀντιπεσόντα sin resistencia u oposición, UPZ 34.12 (II a.C.), 36.21
abs. oponerse Plu.2.929e
c. dat. de pers. enfrentarse a, contradecir τοῖς τραγικοῖς Plu.Thes.28, cf. Phld.Sign.8.2
en cont. milit. atacar, caer sobre el enemigo οἱ δὲ Ῥωμαῖοι ... ἀντέπεσαν ταῖς σπείραις καταπληκτικῶς Plb.l.c.
tb. comportarse inconvenientemente con ἐπειδὴ ἐνόμισεν ἕτερον αὐτῇ ἀντιπίπτειν Chrys.M.59.180.
3 de sucesos, circunstancias, etc. ser adverso, oponerse c. dat. τῶν μὲν κατὰ τὴν πολιορκίαν ἀντιπιπτόντων αὐτῷ Plb.16.2.1, cf. 21.22.6, 30.7.3, 32.11.9, abs. ἂν δ' ἀντιπίπτῃ τὰ τῆς τύχης Plb.2.49.8, εἰ μηδὲν ἀντιπίπτει POxy.1473.20 (III d.C.), cf. Callisth.Olynth.2, Plb.10.37.5, 16.28.2, Aët.16.73, tb. de los vientos, Plb.4.44.9
part. subst. τὸ ἀντιπίπτον la objeción ἡ τοῦ ἀντιπίπτοντος λύσις Aps.p.238, cf. Phlp.in Mete.58.3.
4 gram. oponerse a la regla, ser irregular τῆς φράσεως ... οὐκ ἀντιπιπτούσης A.D.Adu.123.5, cf. An.Ox.3.250.
II abs. caer en dirección contraria αἱ σκιαί Str.2.1.19.

German (Pape)

[Seite 258] (s. πίπτω), entgegenfallen, Arist. probl. 16, 13; dah. widerstreiten, widersprechen, Plut. Thes. 28 u. öfter. Bes. häufig bei Pol., z. B. von widrigem Winde, 4, 44; ὁ νόμος ἀντιπίπτει τούτῳ 25, 9; πρός τι 22, 5; absol., ungünstig ausfallen (anders, secus), 10, 37 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

tomber sur;
fig. réfuter, contredire;
NT: s'opposer à ; résister.
Étymologie: ἀντί, πίπτω.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιπίπτω: (fut. ἀντιπεσοῦμαι)
1 наталкиваться (на препятствие) (τὰ φερόμενα ὅταν ἀντιπέσῆ Arst.; τοῖς πολεμίοις и πρὸς τοὺς πολεμίους Polyb.);
2 служить препятствием, противиться (τινί Polyb.): τῆς τύχης ἀντιπιπτούσης Polyb. если судьба сложится неблагоприятно; τὸ ἀντιπῖπτον Arst. препятствие; μηδὲν ἀντιπίπτει παρὰ τῶν ἱστορικῶν τοῖς τραγικοῖς Plut. (в этом вопросе) нет противоречия между историками и трагиками.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιπίπτω: μέλλ. -πεσοῦμαι, πίπτω ἐναντίον τινός, ἀπαντῶ ἐμπόδιον, Ἀριστ. Πρόβλ. 16. 13, 1., 26. 4· ― συναντῶ ἐχθρόν, τινὶ ἢ πρός τινα Πολύβ. 3. 19, 5., 4. 44, 9. 2) ἀνθίσταμαι, ἀντιπῖπτον, ἀνθιστάμενον, Ἀριστ. Πρόβλ. 32. 13· ἀντ. τινὶ Πράξ. Ἀποστ. ζ΄, 51. 3) ἐπὶ περιστάσεων, εἶμαι ἐναντίος, τινὶ Πολύβ. 16. 2, 1, κτλ.: ἀπολ., ὁ αὐτ. 16. 28, 2. ΙΙ. πίπτω εἰς ἐναντίαν διεύθυνσιν, αἱ σκιαὶ Στράβ. 76.

English (Strong)

from ἀντί and πίπτω (including its alternate); to oppose: resist.

English (Thayer)

a. to fall upon, run against (from Aristotle, down);
b. to be adverse, oppose, strive against: τίνι, Complutensian edition; Polybius, Plutarch.)

Greek Monolingual

ἀντιπίπτω (AM)
επιτίθεμαι για να αμυνθώ, ανθίσταμαι
μσν.
προσαρμόζω δύο πράγματα ακριβώς
αρχ.
1. πέφτω μέσα σε κάτι
2. αντιτίθεμαι σε κάτι, το αντικρούω
3. παίρνω διαφορετική κατεύθυνση
4. (για περιστάσεις) είμαι δυσμενής
5. (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) τὸ ἀντιπῑπτον
α) η αντίρρηση
β) το εμπόδιο.

Greek Monotonic

ἀντιπίπτω: μέλ. -πεσοῦμαι, στέκομαι έναντι, αντιστέκομαι, τινί, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell


to fall against, resist, τινί NTest.

Chinese

原文音譯:¢ntip⋯ptw 安提-披普拖
詞類次數:動詞(1)
原文字根:交換-落
字義溯源:抗拒,抵抗,反抗,對抗;由(ἀντί)*=相對)與(πίπτω / συμπίπτω)*=落下)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 抗拒(1) 徒7:51