λαιός
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
(A), ὁ, a kind of thrush, prob. the A blue thrush, Petrocichla cyanus, Arist.HA617a15, Ant.Lib.19.3.
λαιός (B), ά, όν, A left, λαιᾷ μὲν ἴτυν προβάλεσθε (sc. χειρί) Tyrt.15.3; λαιᾶς χειρός on the left hand, A.Pr.714; πρὸς λαιᾷ χερί E.HF159; λαιοῖσι on the left, Parm.17; ἐπὶ λαιὰ κεκλιμένον Arat.160, cf. Heliod. ap.Stob.4.36.8; οἱ τὸ λ. ἔχοντες (sc. μέρος) D.S.13.99; ἐς λαιὰν ἐσιόντων χῆρα (Dor.) IG14.1721.3; τῇ λαιᾷ τοῦ δεξιοῦ λαβόμενος κέρως Philostr.Jun.Im.4. (Poet., but not in Hom., who uses ἀριστερός: also in later Prose, τὰ διδόμενα τῇ δεξιᾷ δέχεσθαι τῇ λαιᾷ χειρί Prov. ap.Plb.38.10.9, cf. Jul.Or.2.57d, etc.) (Orig. λαιϝός, cf. Lat. laevus, Slav. lèvǔ: in Hsch. we have λαίβα, i.e. λαίϝα, = ἀσπίς, because borne on the left arm; cf. λαῖφα, λαῖτα, λαφός.)
German (Pape)
[Seite 7] laevus, links, λαιᾶς δὲ χειρός, linker Hand, Aesch. Prom. 716; λαιᾷ χερί, Eur. Herc. Fur. 159; κέρας, Suppl. 705; sp. D. In Prosa erst bei Sp., wie Hdn. 4, 2, 5. Vgl. ἀριστερός u. εὐώνυμος.
French (Bailly abrégé)
1ά, όν :
gauche, situé à gauche.
Étymologie: p. λαιϜός, cf. lat. laevus.
2οῦ (ὁ) :
grive oiseau, ou sorte de merle vivant dans les pierres.
Étymologie: λᾶας.
Russian (Dvoretsky)
λαιός: (= ἀριστερὁς и εὐώνυμος) левый (χείρ Aesch.; κερας Eur.).
I ὁ Arst. v.l. = λάϊος.
Greek (Liddell-Scott)
λαιός: ὁ, εἶδος κίχλης, ἴσως ἡ Turdus torquatus, Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 9. 19, Ἀντ. Λιβερ. 19.
Greek Monolingual
(I)
λαιός, ὁ (Α)
το πουλί πετροκότσυφας («τούτων ὅμοιος τῷ μέλανι κοττύφῳ ἐστὶ λαιός», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τη λ. λᾶας «λίθος», πετροκόσσυφος.
(II)
λαιός, -ά, -όν (Α)
αριστερός, ζερβός («τὰ. διδόμενα τῇ δεξιᾷ δέχεσθαι τῇ λαιᾷ χειρί» — όσα δίνεις με το δεξί να τά παίρνεις με το αριστερό χέρι, Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. lai-fos ανάγεται στην ΙΕ ρίζα lai-wo- «αριστερός» και συνδέεται με λατ. laevus «αριστερός», αρχ. σλαβ. lěvŭ, ρωσ. levyj].
Greek Monotonic
λαιός: -ά, -όν, Λατ. laevus, αριστερός, λαῖας χειρός, στο αριστερό χέρι, σε Αισχύλ.· πρὸς λαιᾷ χερί, σε Ευρ.
Frisk Etymological English
1.
Grammatical information: adj.
Meaning: left, ἡ λαιά the left (hand) (Tyrt., A.);
Derivatives: Diminut. (context unknown) λαίδιον ἀριστερόν, εὑώνυμον H.
Origin: IE [Indo-European] [652] *leh₂iu̯o- left
Etymology: Old word for left, identical with Lat. laevus, Slav., e. g. OCS lěvъ, Russ. lévyj; IE. *lai̯u̯os = *leh₂i-uo-?; on the phonetics Schwyzer 266 a. 314, on the u̯o-suffix ibd. 472 and Chantraine Form. 122f. Substantivized is λαίβα (= λαίϜα) ἀσπίς, πέλτη H.; prop. "what is worn in the left"(?). Here also Illyr. PN Laevicus, Levo (Krahe Spr. d. Illyr. 1, 55). - Hypothesis on a basic meaning crooked and further suggestions for connections, all quite hypothetic or arbitrary, in WP. 2, 378 f., W.-Hofmann s. laevus; also Huisman KZ 71, 104 (to λαιμός, λαῖτμα; IE. *lei- towards below, askew, but this is phonetically impossible). On spread and use of λαιός, σκαιός, ἀριστερός Chantraine Μνήμης χάριν 1, 61 ff. - Fur. 339 compares λαφός ὁ ἀριστερᾳ̃ χειρὶ χρώμενος Η.; but Lat. laevus can hardly be separated from the word.
2.
Grammatical information: m.
Meaning: a kind of thrush, `Petrocichla (cyanus, saxatilis).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]X [probably]
Etymology: Perh. from λᾶας stone, cf. NGr. πετρο-κόσσυφος thrush; see Thompson Birds s. v. -
Middle Liddell
λαιός, ή, όν
Lat. laevus, left, λαιᾶς χειρός on the left hand, Aesch.; πρὸς λαιᾷ χερί Eur.
Frisk Etymology German
λαιός: 1.
{laiós}
Forms: ἡ λαιά die Linke (poet. seit Tyrt., A., sp. Prosa);
Meaning: link,
Derivative: Deminutivum (aus unbekanntem Zusammenhang) λαίδιον· ἀριστερόν, εὐώνυμον H.
Etymology: Altes Wort für link, mit lat. laevus, slav., z. B. aksl. levъ, russ. lévyj identisch; idg. *lai̯u̯os; zum Lautlichen Schwyzer 266 u. 314, zum u̯o- Suffix ebd. 472 und Chantraine Form. 122f. Eine Substantivierung ist λαίβα (= λαίϝα)· ἀσπίς, πέλτη H.; eig. "die in der Linken getragene". Hierher noch illyr. PN wie Laevicus, Levo (Krahe Spr. d. Illyr. 1, 55). — Vermutungen über eine Grundbedeutung gekrümmt und weitere Anknüpfungsversuche, alle ganz hypothetisch oder willkürlich, bei WP. 2, 378 f., W.-Hofmann s. laevus; dazu noch Huisman KZ 71, 104 (zu λαιμός, λαῖτμα; idg. lei- nach unten, schief). Über Verbreitung und Gebrauch von λαιός, σκαιός, ἀριστερός Chantraine Μνήμης χάριν 1, 61 ff.
Page 2,73
2.
{laiós}
Grammar: m.
Meaning: N. einer Drosselart, ‘Petrocichla (cyanus, saxatilis)’.
Etymology: Wohl von λᾶας Stein, vgl. ngr. πετροκόσσυφος Drossel; dazu Thompson Birds s. v.
Page 2,74