πολύδικος

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύδῐκος Medium diacritics: πολύδικος Low diacritics: πολύδικος Capitals: ΠΟΛΥΔΙΚΟΣ
Transliteration A: polýdikos Transliteration B: polydikos Transliteration C: polydikos Beta Code: polu/dikos

English (LSJ)

ον, litigious, Str.15.1.53, Vett.Val.15.17.

German (Pape)

[Seite 662] von oder mit vielen Rechtshändeln, streitsüchtig, Strab. XV.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est toujours en procès, processif.
Étymologie: πολύς, δίκη.

Greek (Liddell-Scott)

πολύδῐκος: -ον, ὁ φιλῶν τὰς δίκας, Στράβ. 709.

Greek Monolingual

-ον, Α
φιλόδικος («ἐν τοῖς νόμοις δὲ καὶ συμβολαίοις τὴν ἁπλότητα ἐλέγχεσθαι ἐκ τοῦ μὴ πολυδίκους εἶναι», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -δικος (< δίκη), πρβλ. μισό-δικος, φιλό-δικος].

Greek Monotonic

πολύδῐκος: -ον, αυτός που έχει πολλές δίκες, φιλόδικος, σε Στράβ.

Middle Liddell

πολύ-δῐκος, ον,
having many lawsuits, litigious, Strab.

Translations