Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προχοή

From LSJ
Revision as of 22:35, 11 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προχοή Medium diacritics: προχοή Low diacritics: προχοή Capitals: ΠΡΟΧΟΗ
Transliteration A: prochoḗ Transliteration B: prochoē Transliteration C: prochoi Beta Code: proxoh/

English (LSJ)

(A), ἡ, (προχέω) poet. noun, almost always pl., A outpouring, i.e. mouth, of a river, ἐπὶ προχοῇσι διιπετέος ποταμοῖο Il.17.263; ἐς ποταμοῦ προχοάς Od.5.453; ἐν προχοῇς ποταμοῦ 11.242; ἐν προχοῇς . . Ὠκεανοῖο 20.65; Τριτωνίδος ἐν προχοαῖς λίμνας Pi.P.4.20, cf. Anacr. 28 codd., B.6.3, A.Supp.1025 (lyr.), Ar.Nu.272, Theoc.Chius in FHG ii 86, Call.Fr.480, etc.; θερμαῖς ὕδατος μαλακοῦ π. A.Fr.192.8 (anap.); ὕδατος προχοὰς χειμερίους AP9.147 (Antag.): sg. is dub. l. in Hes.Op. 757; προχοὴ τῶν ὑδάτων discharge of amniotic fluid, Cat.Cod.Astr.8(4).127. 2 overflow, flood, A.R.4.271 (pl.). 3 = πρόχωσις, promontory, Archestr.Fr.40 codd.Ath. (sed leg. προβολαῖσι). II libations, IG14.1595, Porph.Marc.23, Epigr.Gr.312.16 (Smyrna).

German (Pape)

[Seite 799] ἡ, der Erguß, Ausfluß eines Stromes; ἐπὶ προχοῇσι διιπετέος ποταμοῖο, Il. 17, 263; ἐς ποταμοῦ προχοάς, Od. 5, 453; 11, 242. 20, 65; immer im plur., wie H. h. Apoll. 383 u. Pind. ἐν προχοαῖς λίμνης, P. 4, 20; Aesch. Suppl. 1005; Νείλου, Ar. Nub. 273; sp. D., wie Theocr. 4, 31; Antiphan. 7 (IX, 258); πέδιλον ἐνισχόμενον προχοῇσιν, Ap. Rh. 1, 11, wo der Schol. erkl. οἱ τόποι, καθ' οὓς οἱ ποταμοὶ συμβάλλονται τῇ θαλάσσῃ; – im sing. Hes. O. 759; – Νείλου πενταπόροις προχοαῖς, D. Per. 301.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
embouchure d'un fleuve ; bord, rivage de la mer, propr. sol qu'inonde la marée montante.
Étymologie: προχέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προχοή -ῆς, ἡ [προχέω] meestal plur. monding.

Russian (Dvoretsky)

προχοή: ἡ (преимущ. pl.) устье (ποταμοῦ Hom.; προχοαὶ λίμνας Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

προχοή: ἡ, (προχέω) ποιητικ. ὄνομα, σχεδὸν ἀείποτε ἐν τῷ πληθ., αἱ ἐκβολαὶ (ποταμοῦ), ἐπὶ προχοῇσι διιπετέος ποταμοῖο Ἰλ. Ν. 263· ἐς ποταμοῦ προχοὰς Ὀδ. Ε. 453· ἐν προχοῇς ποταμοῦ Α. 242· ἐν προχοῇς… Ὠκεανοῖο (διότι ὁ Ὠκεανὸς ἦν ποταμὸς καθ’ Ὅμηρον) Υ. 65· Τριτωνίδος ἐν προχοαῖς λίμνας Πινδ. Π. 4. 35, πρβλ. Ἀνακρ. 27, Σιμωνίδ. 180, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1025, Ἀποσπ. 795, Ἀριστοφ. Νεφ. 272· θερμαῖς ὕδατος μαλακοῦ πρ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 192· ― τὸ ἑνικὸν παρ’ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 755. 2) = πρόχυσις, ἀκρωτήριον, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 314Ε. ΙΙ. σπονδή, λοιβή, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 619. 4, πρβλ. 312. 16.

English (Autenrieth)

(χέω): only pl., out-pourings, mouth of a river, stream, Od. 20.65.

Greek Monolingual

ἡ, Α προχέω
συν. στον πληθ. αἱ προχοαί
1. στόμιο, εκβολές ποταμού ή λίμνης (α. «Τριτωνίδος ἐν προχοαῑς λίμνας», Πίνδ.
β. «ἐς ποταμοῦ προχοάς», Ομ. Οδ.
γ. «ἐπὶ προχοῇσι διιπετέος ποταμοῑο», Ομ. Ιλ.)
2. υπερχείλιση
3. σπονδές
4. ροή ύδατος («θερμαῑς ὕδατος μαλακοῦ προχοαῑς», Αισχύλ.)
5. ακρωτήριο
6. προβλήτα
7. φρ. «προχοὴ τῶν ὑδάτων» — εκκένωση του αμνιακού υγρού.

Middle Liddell

προχοή, ἡ, προχέω
mostly in plural, the outpouring, i. e. the mouth, of a river, Hom., Pind., etc.; sg. in Hes.