ἐπενδίδωμι

From LSJ
Revision as of 12:05, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br")

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπενδίδωμι Medium diacritics: ἐπενδίδωμι Low diacritics: επενδίδωμι Capitals: ΕΠΕΝΔΙΔΩΜΙ
Transliteration A: ependídōmi Transliteration B: ependidōmi Transliteration C: ependidomi Beta Code: e)pendi/dwmi

English (LSJ)

give over and above, ἐ. τρίτην I put in yet a third blow, A. Ag.1386.

German (Pape)

[Seite 915] (s. δίδωμι), noch dazu, daraufgeben, Aesch. Ag. 1359.

French (Bailly abrégé)

donner en outre.
Étymologie: ἐπί, ἐνδίδωμι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπενδίδωμι: давать сверх (чего-л.), прибавлять: ἐ. τρίτην τινί Aesch. нанести третий удар кому-л.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπενδίδωμι: μέλλ. -δώσω, δίδω ἐπὶ πλέον, πεπτωκότι τρίτην ἐπενδίδωμι (πληγήν), ἐπιπροστίθημι καὶ τρίτον κτύπημα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1386. ― Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπενδόμενοι· ἐπεοειδόμενοι».

Greek Monolingual

ἐπενδίδωμι, (Α)
1. δίνω επί πλέον («πεπτωκότι τρίτην ἐπενδίδωμι» — και πεσμένο τον χτυπώ για τρίτη φορά, του δίνω και το τρίτο χτύπημα, Αισχύλ.).

Greek Monotonic

ἐπενδίδωμι: μέλ. -δώσω, δίνω επιπλέον, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

fut. -δώσω
to give over and above, Aesch.