παρασείω
Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht
English (LSJ)
shake at the side, τὰς χεῖρας swing one's arms in running, οἱ θέοντες θᾶττον θέουσι παρασείοντες τὰς χεῖρας Arist.IA705a17: without χεῖρας, φεύγειν παρασείσας Id.EN1123b31; ὁ δὲ θᾶττον θεῖ παρασείων ἢ μὴ π. Id.Pr.881b6, cf. Thphr.Char.3.6; τοὺς δὲ ἄλλους παρασεσεικέναι hurried to the spot, prob. in UPZ119.30 (ii B. C.).
German (Pape)
[Seite 497] (s. σείω), nebenher, daneben, an der Seite schütteln, τὰς χεῖρας, mit den Armen schlenkern, rudern, οἱ θέοντες θᾶττον θέουσι παρασείοντες τὰς χεῖρας, Arist. de inc. anim. 3; auch φεύγει παρασείσας, sc. χεῖρας, Theophr. char. 4; vgl. noch Machon bei Ath. VI, 243 f.
French (Bailly abrégé)
balancer de côté, balancer les bras pour courir plus vite.
Étymologie: παρά, σείω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-σείω zwaaien (langs het lichaam):. τὰς χεῖρας met de armen (tijdens het hardlopen) Aristot. EN 1123b31.
Russian (Dvoretsky)
παρασείω: раскачивать, размахивать (τὰς χεῖρας Arst.): φεύγειν παρασείσαντα погов. Arst. бежать, размахивая руками, т. е. сломя голову.
Greek (Liddell-Scott)
παρασείω: σείω παραπλεύρως, τὰς χεῖρας, κινῶ τὰς χεῖρας τρέχων, οἱ θέοντες θᾶττον θέουσι παρασείοντες τὰς χεῖρας Ἀριστ. π. Πορ. 3,4· ἀκολούθως ἄνευ τοῦ χεῖρας, φεύγειν παρασείσας, ὡς τὸ demissis manibus fugere παρὰ Πλαύτῳ, ὅ ἐστι celerrime, οὐδαμῶς τ’ ἂν ἁρμόζοι μεγαλοψύχῳ φεύγειν παρασείσαντι Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 3, 15, πρβλ. Θεοφρ. Χαρακτ. 4, καὶ Casaub. ἐν τόπῳ· πρβλ. παράσεισμα.
Greek Monolingual
Α
1. κινώ στο πλάι, συνήθως κινώ τα χέρια στο πλάι καθώς τρέχω
2. παροτρύνω.
Greek Monotonic
παρασείω: μέλ. -σω, σείω παραπλεύρως, παρασείω τὰς χεῖρας, κινώ τα χέρια στο τρέξιμο· έπειτα (χωρίς το χεῖρας) φεύγειν παρασείσας, όπως το Λατ. demissis manibus fugere, δηλ. celerrime, σε Αριστ.
Middle Liddell
fut. σω
to shake at the side, π. τὰς χεῖρας to swing one's arms in running; then (without χεῖρασ) φεύγειν παρασείσας, like demissis manibus fugere, i. e. celerrime, Arist.