γῆθος

From LSJ
Revision as of 13:05, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖνwhatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γῆθος Medium diacritics: γῆθος Low diacritics: γήθος Capitals: ΓΗΘΟΣ
Transliteration A: gē̂thos Transliteration B: gēthos Transliteration C: githos Beta Code: gh=qos

English (LSJ)

εος, τό, = γηθοσύνη (joy, delight), Epicur. Fr. 423, Plu. Ages. 29, Luc. Am. 9, etc.

Spanish (DGE)

-εος, τό
alegría, gozo ἀνυπέρβλητον Epicur.Fr.[226], βέβαιον Plu.2.101b, πολύ Orph.H.45.7, cf. Plu.2.477d, 786d, Luc.Am.9, Them.Or.19.231b, Hsch.

German (Pape)

[Seite 489] τό, = folgdm, Luc. Amor. 9; Plat. Ages. 29 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
joie.
Étymologie: cf. γηθέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γῆθος -εος, contr. -ους, τό [~ γηθέω blijdschap.

Russian (Dvoretsky)

γῆθος: εος τό Plut., Luc. = γηθοσύνη.

Greek (Liddell-Scott)

γῆθος: -εος, τό, =τῷ ἑπομ., Πάρ Χρον. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2374. 27, Πλούτ. Ἀγησ. 29, κτλ.

Greek Monolingual

γῆθος, το (Α)
γηθοσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γηθέω. Η λ. πρέπει να είναι αρχαία, παρ' όλο που μαρτυρείται μεταγενέστερα, γιατί απαντά ως β' συνθετικό ορισμένων συνθέτων που χρησιμοποιούνται στη γλώσσα τών επών (πρβλ. εύγᾱθής, μελιγᾱθής, πλουτογᾱθής, πολυγηθής, φιλογᾱθής)].

Greek Monotonic

γῆθος: -εος, τό = το επόμ., (γηθέω), σε Πλούτ.