κατακρεουργέω

From LSJ
Revision as of 13:30, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακρεουργέω Medium diacritics: κατακρεουργέω Low diacritics: κατακρεουργέω Capitals: ΚΑΤΑΚΡΕΟΥΡΓΕΩ
Transliteration A: katakreourgéō Transliteration B: katakreourgeō Transliteration C: katakreourgeo Beta Code: katakreourge/w

English (LSJ)

Ion. κατακρεοργέω,
A hew in pieces, as a butcher does meat, Hdt.7.181 (Pass.), Xanth.12.

German (Pape)

[Seite 1356] zerhauen, zerhacken, wie der Koch das Fleisch, in kleine Kochstücke; Her. 7, 181; Xanth. bei Ath. X, 415 d.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
dépecer comme de la viande.
Étymologie: κατά, κρεουργέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατακρεουργέω, Ion. κατακρεοργέω, (vlees) in stukken hakken.

Russian (Dvoretsky)

κατακρεουργέω: разрубать словно мясо: ἀντεῖχε μαχόμενος ἐς ὃ κατεκρεουργήθη ἅπας Her. он оказывал вооруженное сопротивление, пока весь не был изрублен в куски.

Greek (Liddell-Scott)

κατακρεουργέω: κατατέμνω εἰς τεμάχια ὅπωςκρεοπώλης ἢ ὁ μάγειρος τὸ κρέας, Ἡρόδ. 7. 181· κατακρεουργήσαντα τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα καταφαγεῖν Ξάνθ. παρ’ Ἀθην. 415D· ξίφει τὸ σῶμα εἰς πολλὰ τμήματα κατακρεουργούμενοι Εὐσεβ. Ἐκκλ. Ἱστ. 10. 8, 7.

Greek Monolingual

(AM κατακρεουργῶ, κατακρεουργέω, ιων. τ. κατακρεοργέω)
φονεύω με πολλές μαχαιριές, κατασφάζω («ἐς τοῦτο ἀντεῖχε μαχόμενος ἐς ὃ κατεκρεουργήθη ἅπας», Ηρόδ.)
νεοελλ.
(σχετικά με μουσικό τεμάχιο ή λογοτεχνικό κείμενο)
εκτελώ, αποδίδω ή ερμηνεύω αδέξια, κακότεχνα («κατακρεούργησε το ποίημα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κρεουργῶ «σφάζω, πετσοκόβω»].