καχήμερος
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
English (LSJ)
ον, passing an unhappy day, AP9.508 (Pall.); v.l. κακ-.
German (Pape)
[Seite 1409] böse Tage habend, kümmerlich lebend, Gegensatz καλήμερος, Pallad. 143 (IX, 508).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui passe sa vie tristement.
Étymologie: κακός, ἡμέρα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καχήμερος -ον [κακός, ἡμέρα] ongelukkig.
Russian (Dvoretsky)
κᾰχήμερος: влачащий жалкое существование Anth.
Greek Monolingual
καχήμερος, -ον (Α)
αυτός που ζει άθλια, που περνά κακές μέρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καχ(ο)- (πρβλ. κακο-, με τροπή του -κ- σε -χ- προ δασέος φθόγγου) + -ήμερος (< ἡμέρα), πρβλ. μακροήμερος, ολήμερος].
Greek Monotonic
κᾰχήμερος: -ον (ἡμέρα), αυτός που διέρχεται άσχημες μέρες, άθλιος, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
καχήμερος: -ον, κακὰς ἡμέρας διερχόμενος, ἄθλιος, ἀντίθ. καλήμερος, Ἀνθ. ΙΙ. 9. 508.