κραιπαλάω

From LSJ
Revision as of 13:40, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κραιπᾰλάω Medium diacritics: κραιπαλάω Low diacritics: κραιπαλάω Capitals: ΚΡΑΙΠΑΛΑΩ
Transliteration A: kraipaláō Transliteration B: kraipalaō Transliteration C: kraipalao Beta Code: kraipala/w

English (LSJ)

A to be intoxicated, Ar.Pl.298, Plb.15.33.2, Ph.1.260, Plu.Dem.7, Luc.Bis Acc.17, etc.; μειρακίων τινῶν -ώντων Epicur. Fr.114. 2 have a sick headache after a debauch, κραιπαλῶν ἔτι ἐκ τῆς προτεραίας Pl.Smp.176d; ἐχθὲς ὑπέπινες, εἶτα νυνὶ κραιπαλᾷς Alex. 286; εἰ τοῦ μεθύσκεσθαι πρότερον τὸ κραιπαλᾶν παρεγίγνεθ' ἡμῖν Id.255.1; παρέξω Λέσβιον, Χῖον... ὥστε μηδένα κραιπαλᾶν Philyll.24. 3 carouse, revel, D.C.77.17, Alciphr.1.34.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
avoir la tête lourde par suite de l'ivresse.
Étymologie: κραιπάλη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κραιπαλάω [κραιπάλη] dronken zijn, ook een kater hebben:. ἄλλως τε καὶ κραιπαλῶντα ἔτι ἐκ τῆς προτεραίας vooral als hij nog een kater van de vorige dag heeft Plat. Smp. 176d.

Russian (Dvoretsky)

κραιπᾰλάω:
1 чувствовать похмелье (ἐκ τῆς προτεραίας Plat.; ἀλύειν καὶ κ. Plut.);
2 пьянствовать (οἰκία μεστὴ κολάκων κραιπαλώντων Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

κραιπᾰλάω: (κραιπάλη) ἔχω κεφαλαλγίαν μετὰ ναυτίας ὡς ἐπακολούθημα πολυποσίας, Ἀριστοφ. Πλ. 298· κραιπαλῶν ἔτι ἐκ τῆς προτεραίας Πλάτ. Συμπ. 176D· ἐχθὲς ὑπέπινες, εἶτα νυνὶ κραιπαλᾷς Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 22· εἰ τοῦ μεθύσκεσθαι πρότερον τὸ κραιπαλᾶν παραγίγνεθ’ ἡμῖν ὁ αὐτ. ἐν «Φρυγὶ» 1· παρέξω Λέσβιον, Χῖον..., ὥστε μηδένα κραιπαλᾶν Φιλύλλ. ἐν Ἀδήλ. 6. ― Τύπος τις εἰς -έω ἀπαντᾷ παρὰ Κυρίλλ.

Greek Monotonic

κραιπᾰλάω: μόνο στον ενεστ., έχω τρομερό πονοκέφαλο ως συνέπεια πολυποσίας, σε Αριστοφ., Πλάτ.

Middle Liddell


only in pres., to have a sick head-ache, consequent upon a debauch, Ar., Plat.