ἐκκομιδή
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
ἡ,
A removal, Hdt.8.44; σίτου IG22.655.12.
b purgation, τῶν περιττωμάτων Dsc.4.176, cf.2.103.
2 of a corpse, burial, funeral, funeral procession, ἐκκομιδὴ πολυτελής D.H.4.8, cf. AP11.92 (Lucill.), IG12(7).395.27 (Amorgos), IPE12.34.5 (Olbia, i B.C.).
Spanish (DGE)
(ἐκκομῐδή) -ῆς, ἡ
• Alolema(s): -ά IG 5(1).1427.7 (I a.C.)
1 evacuación en contexto bélico τῶν οἰκετέων Hdt.8.44, de excrementos τῶν περιττωμάτων Dsc.2.103, 4.176.2.
2 transporte, conducción, acarreo τοῦ σίτου IG 22.655.12 (III a.C.), τῶν φορτίων Ps.Dicaearch.1.29, τῶν χρημάτων LXX 2Ma.3.7.
3 funeral, cortejo fúnebre gener. previo al sepelio οὔτ' ἐκκομιδῆς οὔτε ταφῆς ἐάσας νομίμου τὸ σῶμα τυχεῖν D.H.4.79, cf. 6.96, τὴν ἐν τοῖς κάλλεσιν ἐκκομιδὴν ἔχει συνκεχωρημένην SEG 28.953.48 (Cízico I d.C.), ἐ. πολυτελής D.H.4.8, cf. 11.27, I.AI 17.196, ἐ. ... βασιλική Charito 1.6.1, cf. Hypat.Fr.p.126.20 (= IEphesos 4135.29 (V d.C.)), ἐφ' οἷς ἡ βουλὴ ἐπαχθῶς ἐνένκασα τὴν μεταλλαγὴν αὐτοῦ ἔκρειναν τὰ προσήκοντα τῇ ἐκκομιδῇ καὶ κηδείᾳ αὐτοῦ IEphesos 614C.14 (I d.C.), cf. IPE 12.34.25 (Olbia I a.C.), δεδόχθαι πανδημὶ τ[ῇ] ἐκκομιδῇ αὐτῆς παρακολουθῆσαι IG 12(7).395.27 (Amorgos, imper.), τὸ δ' ἐγκώμιον ὃ ταῖς ἐκκομιδαῖς τῶν ἐπιφανῶν οἱ προσήκοντες ἐπιτελοῦσιν Plu.Fab.24, cf. Sol.21, AP 11.92 (Lucill.), τόν τε κήρυκα ἀναγορεῦσαι ἐπὶ τῆς ἐκκομιδῆς αὐτοῦ ὅτι ... IPE 12.52.14 (Olbia II/III d.C.), cf. IEphesos 614B.16 (I d.C.), IG 12(5).655.13 (Siro II/III d.C.), incluyendo tb. el sepelio δύο λάρνακας ὡς εἰς ἐκκομιδὴν νεκρῶν I.AI 15.46.
German (Pape)
[Seite 764] ἡ, das Herausbringen, Heraustragen, zur Rettung, Her. 8, 44; bes. einer Leiche, die Bestattung, D. Hal. 4, 8; Lucill. 56 (XI, 92).
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
action d'emporter un corps, convoi funéraire.
Étymologie: ἐκ, κομιδή.
Russian (Dvoretsky)
ἐκκομῐδή: ἡ
1 вывоз: πρὸς ἐκκομιδὴν τραπέσθαι τῶν οἰκετέων Her. начать вывозить свои семьи (в безопасное место);
2 вынос тела, похороны Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκομῐδή: ἡ, τὸ ἐκκομίζειν εἰς μέρος ἀσφαλές, Ἡρόδ. 8. 44. 2) ἐπὶ νεκροῦ, ἐκφορά, ταφή, Λατ. elatio, Διον. Ἁλ. 4.8. Ἀνθ. Π. 11. 92.
Greek Monolingual
η (AM ἐκκομιδή)
εκφορά νεκρού, κηδεία
αρχ.
1. μεταφορά σε ασφαλές μέρος
2. αποκόμιση ακαθαρσιών.
Greek Monotonic
ἐκκομῐδή: ἡ, μεταφορά, κουβάλημα προς τα έξω, σε Ηρόδ.· λέγεται για νεκρό, ταφή, εκφορά, ενταφιασμός, σε Ανθ.
Middle Liddell
ἐκκομῐδή, ἡ,
a carrying out, Hdt.: of a corpse, burial, Anth. [from ἐκκομίζω