κλώζω
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
English (LSJ)
of the sound made by jackdaws, as κρώζω of crows, Poll. 5.89. II make a similar sound in token of disapprobation, hoot, D.21.226, Alciphr.3.71, Phot.:—Pass., Aristid.Or.34(50).7, etc.; cf. κλώσσω.
German (Pape)
[Seite 1458] fut. κλώξω, glucken, eigtl. von den Dohlen, κολοιοί, Poll. 5, 89, u. von den Hennen (bei Suid. κλώσσω). – Mit der Zunge schnalzen, durch Anschlagen der Zunge an den Gaumen einen Ton hervorbringen, womit man z. B. Pferde zum Laufen antreibt; die Alten gaben dadurch ihr Mißfallen mit Schauspielern u. Rednern zu erkennen, VLL.; καὶ συρίττειν Dem. 21, 226, wie Alciphr. 3, 71.
French (Bailly abrégé)
prés. et impf. ἔκλωζον;
huer.
Étymologie: R. Κλωγ, crier.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλώζω, onomat.; alleen praes. en imperf. 2 plur., met de tong klakken (als teken van afkeuring).
Russian (Dvoretsky)
κλώζω: (fut. κλώξω) досл. клохтать, кудахтать, перен. освистывать или шикать (κ. καὶ συρίττειν Dem.).
Greek Monolingual
(AM κλώζω και κλώσσω)
(για το πτηνό κάργια) κράζω
νεοελλ.
(για όρνιθα) κακαρίζω
αρχ.
βγάζω κραυγή αποδοκιμασίας («ὑμῶν οἱ θεώμενοι τοῖς Διαυσίοις εἰσιόντ' εἰς τὸ θέατρον τοῦτον ἐσυρίττετε καὶ ἐκλώζετε», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Προϊόν ονοματοποιίας, όπως και το κρώζω. Από μεταπλασμό του τ. κλώσσω προήλθε το νεοελλ. κλωσσώ.
ΠΑΡ. κλωγμός, κλωσμός.
Greek Monotonic
κλώζω: μέλ. -ξω, κοάζω, κρώζω, λέγεται για κάργιες, καλιακούδες· έπειτα, ως ένδειξη αποδοκιμασίας, κρώζω, κακαρίζω, γιουχαΐζω, σε Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
κλώζω: μέλλ. κλώξω, ὡς τὸ Λατ. glocio, ἐπὶ τοῦ ἤχου ὃν ποιοῦσιν οἱ κολοιοί, ὡς τὸ κρώζω ἐπὶ τῶν κοράκων, Κλήμ. Ἀλεξ. 82, Πολυδ. Ε΄, 89· πρβλ. κλώσσω. ΙΙ. ἐκβάλλω ὅμοιον ἦχον εἰς σημεῖον ἀποδοκιμασίας, συρίττω, Δημ. (ἴδε ἐν λέξ. συρίζω), Ἀλκίφρ. 3. 71· ἐν τῷ πληθ., Ἀριστείδ. 2. 403, Συνέσ. 106C, Φώτ., κτλ. ― Πρβλ. κλωγμός.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: only present-stem cackle, clack (D., Alkiphr., Poll.), also κλώσσω (Suid. s. φωλάς; not quite certain; backformation from κλωγμός? Debrunner IF 21, 248).
Derivatives: κλωγμός (Cratin., X.), also κλωσμός (Ph. 2, 599 beside -γ-, Harp.) cackling.
Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]
Etymology: With κλώζω cf. κλάζω (s. κλαγγή), on the other hand κρώζω (s. v.); like these onomatopoetic.
Middle Liddell
to croak, of jackdaws:—then, in sign of disapprobation, to hoot, Dem.
Frisk Etymology German
κλώζω: {klṓzō}
Forms: nur Präsensstamm, auch κλώσσω (Suid. s. φωλάς; nicht ganz sicher; aus κλωγμός rückgebildet? Debrunner IF 21, 248).
Grammar: v.
Meaning: glucken, schnalzen (D., Alkiphr., Poll. u. a.),
Derivative: Davon κλωγμός (Kratin., X. u. a.), auch κλωσμός (Ph. 2, 599 neben -γ-, Harp.) das Glucken, Schnalzen.
Etymology: Zu κλώζω vgl. einerseits κλάζω (s. κλαγγή m. Lit.), anderseits κρώζω (s. d.); wie diese ein onomatopoetisches Schallwort.
Page 1,879