χρημοσύνη
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
ἡ, need, want, lack, Thgn.389,394, al., dub. cj. in Trag.Adesp.509 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1374] ἡ, Nothdurft, Dürftigkeit, Armut, Theogn. 389. 394. Vgl. auch χρησμοσύνη.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
besoin, indigence, pauvreté.
Étymologie: χράομαι.
Russian (Dvoretsky)
χρημοσύνη: ἡ скудость, бедность, нужда Soph.
Greek (Liddell-Scott)
χρημοσύνη: ἡ, ὡς τὸ χρείᾱ, ἀνάγκη, ἔλλειψις, ἔνδεια, Τυρταῖος 7 (6). 8, Θέογν. 389. 394, κ. ἀλ.· πρβλ. χρησμοσύνη.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(ποιητ. τ.) χρεία, ανάγκη, έλλειψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρήμη + κατάλ. -ο-σύνη (βλ. λ. -σύνη)].
Greek Monotonic
χρημοσύνη: ἡ, όπως το χρεία, ανάγκη, χρεία, έλλειψη, σε Τυρτ., Θέογν.