μεγαλοεργία

From LSJ
Revision as of 09:54, 25 March 2023 by Spiros (talk | contribs)

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλοεργία Medium diacritics: μεγαλοεργία Low diacritics: μεγαλοεργία Capitals: ΜΕΓΑΛΟΕΡΓΙΑ
Transliteration A: megaloergía Transliteration B: megaloergia Transliteration C: megaloergia Beta Code: megaloergi/a

English (LSJ)

ἡ, great achievement, Plb.30.25.1 (s.v.l.); contr. μεγᾰλουργία, Str.3.5.6, Ph.2.143, J.AJ2.7.1; magnificence, ib.8.3.2, al., Luc.Cal.17.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
par contr. μεγαλουργία;
grandeur des actions.
Étymologie: μεγαλοεργός.

Greek Monolingual

μεγαλοεργία, ἡ (Α)
βλ. μεγαλουργία.

Greek Monotonic

μεγᾰλοεργία: ἡ, συνηρ. -ουργία, μεγαλοπρέπεια, σε Λουκ.

German (Pape)

s. μεγαλουργία.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλοεργία: стяж. μεγᾰλουργία ἡ
1 величие, великолепие Luc.;
2 щедрость, пышность (τῆς δωρεᾶς Polyb.).

Middle Liddell

μεγᾰλοεργία, ἡ, [from μεγᾰλοεργής]
magnificence, Luc.

Translations