οὐδεπώποτε
ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
English (LSJ)
Conj. and Adv. and not yet ever, never yet at any time, usually of the past, as S.Ph.250, And.1.22, Pl.Prt.313c: later of the fut., οὐδεπώποτε ἀπολαύσομεν Them.Or.26.330a; v. οὐδέποτε.
German (Pape)
[Seite 410] noch niemals; c, aor., Soph. Phil. 250, wie Plat. Conv. 175 b; διείλεξαι, Prot. 313 b. Erst bei Sp. mit praes. u. fut., vgl. Lob. Phryn. 458, s. auch οὐπώποτε.
French (Bailly abrégé)
adv.
jamais jusqu'à présent, jamais encore.
Étymologie: οὐδέ, πώποτε.
Russian (Dvoretsky)
οὐδεπώποτε: adv. тж. раздельно никогда еще: πῶς γὰρ κάτοιδ᾽ ὅν γ᾽ εἶδον οὐ.; Soph. как мне знать того, кого я никогда еще не видел?
Greek (Liddell-Scott)
οὐδεπώποτε: Ἐπίρρ., ἀείποτε ἐπὶ παρελθόντος, ὡς: πῶς γὰρ κάτοιδ’ ὅν γ’ εἶδον οὐδεπώποτε, πῶς νὰ γνωρίζω ἄνθρωπον τὸν ὁποῖον οὐδέποτε εἶδον εἰς τὴν ζωήν μου; Σοφοκλ. Φιλ. 250, Ἀνδοκ. 4. 11, Πλάτ. Πρωτ. 313Β· ἴδε ἐν λέξ. οὐδέποτε.
Greek Monolingual
οὐδεπώποτε (Α)
(επίρρ. και σύνδ.) ποτέ έως τώρα, ουδέποτε ακόμη («ὅν γ' εἶδον οὐδεπώποτε», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδέ + πώποτε «ποτέ ως τώρα» (πρβλ. μηδεπώποτε)].
Greek Monotonic
οὐδεπώποτε: επίρρ., όχι ακόμη σε κάποια χρονική στιγμή, ακόμη ποτέ, ποτέ μέχρι τώρα, σε Σοφ., Πλάτ.
Middle Liddell
nor yet at any time, never yet at any time, Soph., Plat.