περιγλαγής
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
ές, (γλάγος) full of milk, Il.16.642.
German (Pape)
[Seite 571] ές, voll Milch, Il. 16, 642, πέλλαι.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
plein de lait.
Étymologie: περί, γλάγος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιγλαγής -ές [περί, γλάγος] vol melk.
Russian (Dvoretsky)
περιγλᾰγής: полный молока (πέλλαι Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
περιγλᾰγής: -ές, (γλάγος) πλήρης γάλακτος, περιγλαγέας κατὰ πέλλας Ἰλ. Π. 642.
English (Autenrieth)
ές (γλάγος): filled with milk, Il. 16.642†.
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ
γεμάτος γάλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -γλαγής (< γλάγος «γάλα»), πρβλ. ευγλαγής].
Greek Monotonic
περιγλᾰγής: -ές (γλάγος), αυτός που είναι γεμάτος γάλα, σε Ομήρ. Ιλ.