περιγλαγής

From LSJ
Revision as of 11:09, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιγλᾰγής Medium diacritics: περιγλαγής Low diacritics: περιγλαγής Capitals: ΠΕΡΙΓΛΑΓΗΣ
Transliteration A: periglagḗs Transliteration B: periglagēs Transliteration C: periglagis Beta Code: periglagh/s

English (LSJ)

ές, (γλάγος) full of milk, Il.16.642.

German (Pape)

[Seite 571] ές, voll Milch, Il. 16, 642, πέλλαι.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
plein de lait.
Étymologie: περί, γλάγος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιγλαγής -ές [περί, γλάγος] vol melk.

Russian (Dvoretsky)

περιγλᾰγής: полный молока (πέλλαι Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

περιγλᾰγής: -ές, (γλάγος) πλήρης γάλακτος, περιγλαγέας κατὰ πέλλας Ἰλ. Π. 642.

English (Autenrieth)

ές (γλάγος): filled with milk, Il. 16.642†.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
γεμάτος γάλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -γλαγής (< γλάγος «γάλα»), πρβλ. ευγλαγής].

Greek Monotonic

περιγλᾰγής: -ές (γλάγος), αυτός που είναι γεμάτος γάλα, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

περι-γλᾰγής, ές γλάγος
full of milk, Il.