πολυκερδής

From LSJ
Revision as of 11:15, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan

Menander, Monostichoi, 70
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠκερδής Medium diacritics: πολυκερδής Low diacritics: πολυκερδής Capitals: ΠΟΛΥΚΕΡΔΗΣ
Transliteration A: polykerdḗs Transliteration B: polykerdēs Transliteration C: polykerdis Beta Code: polukerdh/s

English (LSJ)

ές, very crafty or wily, νόος Od.13.255; shrewd in business, money-making, Man.1.132, Polem.Phgn.8; gainful, τέχναι Opp.H.2.15.

German (Pape)

[Seite 664] ές, sehr schlau, listig, νόος, Od. 13, 255; auch von vielem Gewinn, sehr vortheilhaft, Man. 1, 132 Dionys. 2.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très adroit, rusé, fourbe.
Étymologie: πολύς, κέρδος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυκερδής -ές [πολύς, κέρδος] slim, gewiekst:. νόον πολυκερδέα νωμῶν een slimme geest ontplooiend Od. 13.255.

Russian (Dvoretsky)

πολυκερδής: хитроумнейший (νόος Hom.).

English (Autenrieth)

ές (κέρδος): very crafty, cunning, Od. 13.255†.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
1. αυτός που αποφέρει μεγάλο κέρδος
2. αυτός που κερδίζει πολλά
αρχ.
1. πολύ πανούργος, πολυμήχανος («αἰὲν ἐνὶ στήθεσσι νόον πολυκέρδεα νωμῶν», Ομ. Οδ.).
επίρρ...
πολυκερδώς / πολυκερδῶς ΝΑ
κατά τρόπο πολυκερδή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κερδής (< κέρδος), πρβλ. αισχροκερδής].

Greek Monotonic

πολῠκερδής: -ές (κέρδος), πολύ πανούργος ή πονηρός, σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠκερδής: -ές, πολὺ πανοῦργος, «τετραπέρατος», νόος Ὀδ. Ν. 255· ὁ εἰς ἐργασίας δεξιός, ὁ πολλὰ κέρδη ἀπολαμβάνων, Μανέθων 1. 132.

Middle Liddell

πολῠ-κερδής, ές κέρδος
very crafty or wily, Od.