ασθενής

From LSJ
Revision as of 13:20, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)ΕΤΥΜΟΛ\.(.*?)\]\]\)\. }}" to "ΕΤΥΜΟΛ.$1]]]. }}")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὰ μηδὲν ὠφελοῦντα μὴ πόνει μάτην → Ne tu labores frustra in iis, quae nil iuvant → Müh nicht umsonst mit dem, was dir nichts nützt, dich ab

Menander, Monostichoi, 508

Greek Monolingual

-ές (AM ἀσθενής, -ές)
1. ο άρρωστος
2. ο αδύναμος
αρχ.
1. ο άπορος, ο φτωχός («ὅ τ' ἀσθενὴς ὅ τε πλούσιος»)
2. ο ασήμαντος
3. το ουδ. ως ουσ. η αδυναμία («τὸ ἀσθενὲς τῆς γνώμης»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < α-στερ. + -σθενής < σθένος. Η λ. ασθενής ήταν σε ευρεία χρήση στον πεζό λόγο, και, ενώ αρχικά σήμαινε τον φτωχό και τον ασήμαντο, έπειτα χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει «αυτόν που δεν έχει σημαντικές δυνάμεις, τον αδύναμο», και αργότερα κατ' ευφημισμό «τον άρρωστο» (πρβλ. άρρωστος).
ΠΑΡ. ασθένεια, ασθενικός, ασθενώ (Ι)
αρχ.
ασθενώ (ΙΙ).
ΣΥΝΘ. (α' συνθετικό) αρχ. ασθενοποιός, ασθενόρριζος, ασθενόψυχος
μσν.
ασθενογενής
νεοελλ.
ασθενοφόρος
(β' συνθετικό) αρχ. εξασθενής, υπερασθενής
νεοελλ.
νευρασθενής, φιλάσθενος, ψυχασθενής].