ρύση
From LSJ
οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
Greek Monolingual
η / ῥύσις, -εως, ΝΜΑ, και ῥύησις Μ, και δωρ. τ. ῥύτις και ιων. τ. γεν. ῥύσιος, Α
η ρεύση, η ροή ενός υγρού («ἐκ ῥινῶν αἵματος ῥύσιες», Ιπποκρ.)
νεοελλ.
φρ. «έμμηνη ρύση»
ιατρ. η εμμηνόροια, η περίοδος τών γυναικών
αρχ.
1. η εκροή του λαδιού και της φωτιάς
2. (για τις τρίχες) μάδημα
3. σπερματόρροια
4. ρους ποταμού («ὁ ποταμὸς ποιεῖται τὴν ῥύσιν ὡς ἐπὶ μεσημβρίαν», Πολ.)
5. μαθημ. γραμμή, τροχιά
6. (κατά τον Ησύχ.) «φιάλη χρυσῆ, καὶ πύλινόν τι σταθμίον»
7. μτφ. έκλυτος βίος, ακολασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ῥύσις έχει σχηματιστεί από την μηδενισμένη βαθμίδα ρυF- του ῥέω (πρβλ. ῥυτός) με κατάλ. -σις και αντιστοιχεί ακριβώς στο αρχ. ινδ. struti].