παράλυτος

From LSJ
Revision as of 07:21, 27 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράλῠτος Medium diacritics: παράλυτος Low diacritics: παράλυτος Capitals: ΠΑΡΑΛΥΤΟΣ
Transliteration A: parálytos Transliteration B: paralytos Transliteration C: paralytos Beta Code: para/lutos

English (LSJ)

ον, = παραλυτικός, Artem. 4.67.

German (Pape)

[Seite 488] an einer Seite gelähmt, übh. entkräftet, ermattet, Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
paralysé.
Étymologie: παραλύω.

Greek (Liddell-Scott)

παράλῠτος: -ον, = τῷ προηγ., Ἀρτεμίδ. 4. 67, Ἰω. Χρυσ. τ. 9, σ. 38Α, Ἄννα Κομν. 2. 347, 9.

Greek Monolingual

-η, -ο / παράλυτος, -ον, ΝΜΑ παραλύω
1. αυτός που πάσχει από παράλυση, που έχει πάθει μερική ή γενική παράλυση
2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο παράλυτος και η παράλυτη
άτομο που πάσχει από παράλυση, ο παραλυτικός
3. φρ. «Κυριακή του Παραλύτου»
εκκλ. η τέταρτη Κυριακή από το Πάσχα, που ονομάστηκε έτσι επειδή είναι αφιερωμένη στο θαύμα της θεραπείας του παραλύτου που έγινε, κατά την Αγία Γραφή, από τον Ιησού στην προβατική κολυμβήθρα τών Ιεροσολύμων
νεοελλ.
1. κάθε κατασκεύασμα το οποίο διαλύθηκε και έτσι έχασε τη σταθερότητα του σχήματος ή την ικανότητα λειτουργίας του («παράλυτο πλοίο» — πλοίο που δεν μπορεί να κινηθεί, εξαιτίας κάποιας βλάβης ή καταστροφής του προωστήριου συστήματος του)
2. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που ζει χωρίς ηθικές αρχές, ακόλαστος, διεφθαρμένος.

Chinese

原文音譯:paralutikÒj 爬拉-呂提可士
詞類次數:形容詞(10)
原文字根:在旁-釋放
字義溯源:癱瘓的,癱子,麻痺的;源自(παραλύω)=癱瘓);由(παρά)*=旁,出於)與(λύω)*=解開)組成。參讀 (ἀνάπειρος)同義字
出現次數:總共(10);太(5);可(5)
譯字彙編
1) 癱子(6) 太9:2; 太9:6; 可2:4; 可2:5; 可2:9; 可2:10;
2) 癱瘓的(2) 太4:24; 太8:6;
3) 一個⋯癱子(1) 太9:2;
4) 一個癱子(1) 可2:3