κάταγμα
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
English (LSJ)
(A), -ατος, τό, (κατάγω)
A wool drawn or spun out, worsted, Pl.Plt.282e; flock of wool, S.Tr.695, Ar.Lys.583, Philyll.22, Chor. p.92 B. [τᾰ by nature, Ammon.Diff.p.78 V.](B), -ατος, τό, Ion. κάτηγμα, later κατέαγμα (cf. κατάγνυμι),
A fragment, BCH35.286 (Delos, ii B.C.); later μικρὰ κατεάγματα λίθου BGU647.13 (ii A.D.); πλίνθων κατάγματα dub. cj. in Alc. 153.
II breakage, PAmh.2.93.19 (ii A.D., in form καταίαγμα = κατέαγμα); esp.
2 Medic., fracture, Hp.Aph.5.22, Thphr.HP4.8.6, Sor.Fract.1, al., Gal.10.423; μελῶν Vett.Val.110.5. [τᾱ by nature, Ammon.Diff.p.78V.]:—hence καταγματικός, ή, όν, liable to fracture, Vett.Val.110.23; but usu.
2 of or for fracture, ἔμπλαστρος Asclep. ap. Gal.13.536; ἀγωγή Pall.in Hp.Fract.12.279C.; ἐπίδεσις Gal.18(2).441. Adv. καταγματικῶς ib.536.
German (Pape)
[Seite 1342] τό, Il ἰκατάγνυμι), der Bruch, Diosc. u. a. sp. Med., ion. κάτηγμα, Hippocr. – 2) (κατάγω) die zum Spinnen fertig gemachte, gekrempelte Wolle, VLL. erkl. ἐρίου κατάσπασμα; Soph. τί γὰρ κάταγμα τυγχάνω ῥίψασά πως τῆς οἰὸς ἐς μέσην φλόγα, übh. Wolle, Trach. 692; vgl. Ar. Lys. 583; Philyll. Poll. 7, 29; Plat. Polit. 282 e τῶν περὶ ξαντικὴν ἔργων μηκυνθέν τε καὶ σχὸν πλάτος λέγομεν εἶναι κάταγμά τι.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 peloton de fil qu'on dévide;
2 flocon de laine.
Étymologie: κατάγω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάταγμα -ατος, τό [κατάγω] pluk wol.
κάταγμα -ατος, τό [κατάγνυμι] Ion. κάτηγμα, breuk, fractuur.
Russian (Dvoretsky)
κάταγμα: ατος τό
1 пучок чесаной шерсти Arph., Plat.;
2 клок шерсти Soph.
Greek Monolingual
(I)
κάταγμα, τὸ (Α)
1. το μαλλί που είναι έτοιμο για γνέσιμο
2. τούφα μαλλί («τὸ γὰρ κάταγμα τυγχάνω ῥίψασά πως τῆς οἰός,... ἐς μέσην φλόγα», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατάγω «κλώθω»].
(II)
το (Α κάταγμα και κατέαγμα, ιων. τ. κάτηγμα) κατάγνυμι
ιατρ. η λύση της συνέχειας ενός οστού, το σπάσιμο οστού («κάταγμα στον αριστερό βραχίονα»)
αρχ.
1. τεμάχιο, κομμάτι («μικρά κατεάγματα λίθου»)
2. η θραύση.
Greek Monotonic
κάταγμα: -ατος, τό (κατάγω), μαλλί βγαλμένο ή τραβηγμένο, λαναρισμένο μαλλί, σε Πλάτ.· μπάλα μαλλιού, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
κάτᾰγμα: (Α), τό, (κατάγω) ἐξεσμένον ἔριον ἕτοιμον πρὸς νῆσιν, «λαναρισμένον», μικρὰ τολύπη, Πλάτ. Πολιτικ. 282Ε· μέρος μαλλοῦ, Σοφ. Τρ. 695, Ἀριστοφ. Λυσ. 583, Φιλύλλ. ἐν Ἀδήλ. 4. κάτᾱγμα: τό, Ἰων. κάτηγμα (κατάγνυμι), σπάσιμον, Ἱππ. Ἀφ. 1253, ἴδε Foës Oecon.
Middle Liddell
κάταγμα, ατος, τό, κατάγω
wool drawn or spun out, worsted, Plat.: a flock of wool, Soph.
Mantoulidis Etymological
(=σπάσιμο). Ἀπό τό κατάγνυμι (=κομματιάζω) σύνθετο ἀπό τό κατά + ἄγνυμι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.