ἑστίαμα

From LSJ
Revision as of 09:17, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑστίᾱμα Medium diacritics: ἑστίαμα Low diacritics: εστίαμα Capitals: ΕΣΤΙΑΜΑ
Transliteration A: hestíama Transliteration B: hestiama Transliteration C: estiama Beta Code: e(sti/ama

English (LSJ)

-ατος, τό, (ἑστιάω) banquet, τὰ Ταντάλου θεοῖσιν ἑστιάματα E.IT 387: metaph., ἐμπιπλὰς ὀργὴν κακῶν ἑστιαμάτων Pl.Lg.935a.

German (Pape)

[Seite 1044] τό, Schmaus, τὰ Ταντάλου θεοτς ἑστιάματα, der vom Tantalus den Göttern gegebene Schmaus, Eur. I. T. 387; Speise, Nahrung, auch übertr., ἐμπιπλὰς ὀργὴν κακῶν ἑστιαμάτων Plat. Legg. XI, 935 a.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
banquet, festin.
Étymologie: ἑστιάω.

Russian (Dvoretsky)

ἑστίᾱμα: ατος τό
1 пир, пиршество (τὰ Ταντάλου θεοῖσιν ἑστιάματα Eur.);
2 перен. пища: ἐμπίπλασθαι ὀργὴν κακῶν ἑστιαμάτων Plat. питать злобу дурной пищей, т. е. отдаваться чувству гнева.

Greek (Liddell-Scott)

ἑστίᾱμα: τό, (ἑστιάω) ἑστίασις, φίλευμα, τά Ταντάλου θεοῖσιν ἑστιάσματα Εὐρ. Ι. Τ. 387· μεταφ., ἐμπιπλάς ὀργήν κακῶν ἑστιαμάτων Πλάτ. Νομ. 935Α.

Greek Monolingual

το (Α ἑστίαμα) εστιώ
1. το φαγητό που προσφέρεται κατά την εστίαση, το φίλεμα («τὰ Ταντάλου θεοῖσιν ἑστιάματα» — τα φαγητά που προσέφερε ο Τάνταλος στους θεούς, Ευρ.)
2. γεν. τροφή, φαγητό.

Greek Monotonic

ἑστίᾱμα: -ατος, τό (ἑστιάω), φιλοξενία, περιποίηση, συμπόσιο, συνεστίαση, σε Ευρ.

Middle Liddell

ἑστίᾱμα, ατος, τό, ἑστιάω
an entertainment, banquet, Eur.

English (Woodhouse)

entertainment, feast

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)