τριγλοφόρος
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
English (LSJ)
τριγλοφόρον, bearing mullets, τ. χιτών a net for catching them, AP6.11 (Satyrius).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui contient des mulets ou des rougets (filet).
Étymologie: τρίγλα, φέρω.
German (Pape)
Seebarben tragend, bringend, τριγλοφόρος χιτών, das Netz, worin man Seebarben fing, Satyr. 1 (VI.11).
Russian (Dvoretsky)
τριγλοφόρος: несущий, т. е. служащий для ловли тригл (χιτών Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
τριγλοφόρος: -ον, ὁ φέρων τρίγλας, τρ. χιτών, δίκτυον πρὸς ἄγρευσιν αὐτῶν, Ἀνθ. Π. 6. 11.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που φέρει τρίγλες, που έχει μπαρμπούνια
2. φρ. «τριγλοφόρος χιτών» — δίχτυ για αλιεία τρίγλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίγλη «μπαρμπούνι» + -φόρος].
Greek Monotonic
τριγλοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που κουβαλά μπαρμπούνια, τριγλοφόρος χιτών, δίχτυ για το πιάσιμο, την αλίευση των μπαρμπουνιών, σε Ανθ.
Middle Liddell
τριγλο-φόρος, ον, φέρω
bearing mullets, τρ. χιτών a net for catching them, Anth.