ὁπόταν

From LSJ
Revision as of 10:12, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁπότᾰν Medium diacritics: ὁπόταν Low diacritics: οπόταν Capitals: ΟΠΟΤΑΝ
Transliteration A: hopótan Transliteration B: hopotan Transliteration C: opotan Beta Code: o(po/tan

English (LSJ)

i.e. ὁπότ' ἄν, as it is freq. written in codd. (the distinction did not exist for the Greeks): Adv., related to ὅταν as ὁπότε to ὅτε (v. ὁπότε),
A whensoever, used only with subj., Il.15.209, etc. (Hom. uses ὁππότε κεν in the same way, Il.4.40, 229, al.): rarely after past tenses, πολλὰς.. ησθου πλαγάς, ὁπόταν.. νὺξ ὑπολείφθῃ (for ὁπότε νὺξ ὑπολειφθείη) S.El.91 (anap.): never with ind. in early writers, for φθέγξομαι (Il.21.340), ἱμείρεται (Od.1.41) are Ep. aor. subj. forms, and in Od. 16.282 θῇσιν is the right reading: never with opt. save in late writers (unless the Mss. can be trusted in Pl.Alc.2.146a), for in Il.7.415 ὁππότ' ἄρ' is the reading of the best codd.; in X.Cyr.1.3.11 ὁπότε ἥκοι is the right reading.
II as soon as, ὁπότ' ἂν τὸ πρῶτον ἴδῃ φάος h.Ap.71.

German (Pape)

[Seite 362] ep. ὁππόταν, statt ὁππότ' ἄν, wie es auch seit Wolf im Hom. immer geschrieben wird, eigtl. in dem Falle, daß etwa, falls, dann wann, c. conj., auf die Gegenwart od. Zukunft gehend, eine zeitliche Bedingung aussprechend; Pind. P. 1, 4. 8, 8; ὁπόταν δὲ μόλῃ, Soph. Phil. 146; El. 91; ὁπόταν ἄλλ' αὐτῷ βελτίω δόξῃ, Plat. Polit. 300 c; indirect auch in Beziehung auf die Vergangenheit, mit dem den Griechen geläufigen Übergange in die lebhaftere directe Darstellung, εἱστήκει παρὰ τὰς πύλας, ὡς, ὁπόταν ἔξω γένωνται πάντες, ἀποκλείσων τὰς πύλας, Xen. An. 7, 1, 12. – Steht im Hauptsatze der opt. pot., so folgt in einzelnen, aber nicht ganz sicheren Beispielen der opt., ὁπόταν ἥκοι, λέγοιμ' ἄν, Xen. Cyr. 1, 3, 11, vgl. 8, 1, 44 u. s. ὅταν. – Der indic. erst bei Sp., wie D. C.

French (Bailly abrégé)

conj.
quand par hasard ; en gén. quand, lorsque.
Étymologie: ὁπότε, ἄν.

Russian (Dvoretsky)

ὁπόταν: conj. когда бы, в случае если, если бы: ὁ. δὲ μόλῃ Soph. когда он придет; ὁ. βελτίω δόξῃ Plat. если (это) покажется лучшим; φαίης γε ἄν, ὁ. ὁρῴης … Plat. ты бы это тем более сказал, если бы увидел ….

Greek (Liddell-Scott)

ὁπότᾰν: δηλ. ὁπότ’ ἄν, ὡς παρ’ Ὁμ.· οὕτω τινὲς τῶν ἐκδοτῶν γράφουσι παρ’ Ἀττ. ὅτανἔμφασις πίπτῃ εἰς τὸ ἂν (ὁπότ’ ἂν βούληται καὶ ὃν ἂν δύνηται τρόπον Δημ. 569. 20)· - Ἐπίρρ., ἔχον σχέσιν πρὸς τὸ ὅταν, οἵαν τὸ ὁπότε πρὸς τὸ ὅτε (ἴδε ἐν λ. ὁπότε), ἐν χρήσει μόνον μεθ’ ὑποτακτ., Ὁμ. (ὅστις μεταχειρίζεται ἀκριβῶς κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον τὸ ὁπότε κεν Ἰλ. Δ. 49, 229, κτλ.), κτλ· σπανίως παρῳχημένου χρόνου ἡγουμένου πολλὰς ... ᾔσθου πλαγάς, ὁπόταν ... νὺξ ὑπολειφθῇ (ἀντὶ ὁπόταν νὺξ ὑπολειφθείη) Σοφ. Ἠλ. 91· - οὐδέποτε μεθ’ ὁριστικῆς παρὰ τοῖς δοκίμοις, ἐπειδὴ τὸ φθέγξομαι (Ἰλ. Φ. 340) καὶ ἱμείρεται (Ὀδ. Α. 41) εἶναι Ἐπικ. συνεσταλμένοι τύποι ἀντὶ φθέγξωμαι, ἱμείρηται· καὶ τὸ τῆς Ὀδ. Π. 282 καθίσταται ὕποπτον ἐν συγκρίσει πρὸς τὸ Τ. 4-13· - οὐδέποτε μετ’ εὐκτικῆς εἰμὴ παρὰ μεταγενεστ., διότι ἐν Ἰλ. Η. 415, ὁππότ’ ἄρ’ εἶναι ἡ γραφὴ τῶν ἀρίστων Ἀντιγράφων· ἐν δὲ Ξεν. Κύρ. 1. 3, 11 ἥκῃ εἶναι ὡς διαφ. γραφή· οὐδὲν δὲ κῦρος δύναται νὰ ἔχῃ τὸ χωρίον Πλάτ. Ἀλκ. 2. 146Α.
ΙΙ. ἰδιαιτέρα χρῆσις: ὁπότ’ ἂν τὸ πρῶτον, Λατ. quum primum, ὅταν κατὰ πρῶτον, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 71.

English (Slater)

ὁπότᾰν (= ὁπότε ἄν.)
   1 whenever
   a c. pres. subj., πείθονται δ' ἀοιδοὶ σάμασιν, ἁγησιχόρων ὁπόταν προοιμίων ἀμβολὰς τεύχῃς ἐλελιζομένα (P. 1.4) ἐν πάντα δὲ νόμον εὐθύγλωσσος ἀνὴρ προφέρει, παρὰ τυραννίδι χὠπόταν ὁ λάβρος στρατός, χὤταν πόλιν οἱ σοφοὶ τηρέωντι (P. 2.87) ὁπόταν τε χειμῶνος σθένει φρίσσων Βορέας ἐπισπέρχησ' Παρθ. 2. 17.
   b c. aor. subj. τὺ δ' ὁπόταν τις ἀμείλιχον καρδίᾳ κότον ἐνελάσῃ, τιθεῖς ὕβριν ἐν ἄντλῳ (P. 8.8) ὁπόταν θεὸς ἀνδρὶ χάρμα πέμψῃ, πάρος μέλαιναν καρδίαν ἐστυφέλιξεν fr. 225.

Greek Monolingual

ὁπόταν, επικ. τ. ὁππόταν)
(σύνδ. χρον.)
1. όταν, όταν συμβεί να
2. φρ. «ὁπότ' ἂν (τὸ) πρῶτον» — όταν για πρώτη φορά, μόλις, αμέσως μόλις («ὁπότ' ἂν τὸ πρῶτον ἴδῃ φάος», Ύμν. Απόλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁπότε + ἄν].

Greek Monotonic

ὁπότᾰν: δηλ. ὁπότ' ἄν, Επικ. ὁππότε κεν, επίρρ. σχετιζόμενο με το ὅταν, όπως το ὁπότε με το ὅτε, οποτεδήποτε, Λατ. quandocunque, με υποτ., σε Όμηρ. κ.λπ.· ὁπότ' ἂν τὸ πρῶτον, Λατ. quum primum, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

[i. e. ὁπότ' ἄν] related to ὅταν, as ὁπότε to ὅτε]
epic ὁππότε, κεν, adv., whensoever, Lat. quandocunque, with Subj., Hom., etc.:— ὁπότ' ἂν τὸ πρῶτον, Lat. quum primum, Hhymn.