πυρίκαυστος

From LSJ
Revision as of 10:14, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εἷς ἐστι δοῦλος οἰκίας ὁ δεσπότης → Unus familiae servus ipse adeo est herus → Nur einen Sklaven gibt's allein im Haus, den Herrn

Menander, Monostichoi, 168
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠρίκαυστος Medium diacritics: πυρίκαυστος Low diacritics: πυρίκαυστος Capitals: ΠΥΡΙΚΑΥΣΤΟΣ
Transliteration A: pyríkaustos Transliteration B: pyrikaustos Transliteration C: pyrikafstos Beta Code: puri/kaustos

English (LSJ)

πυρίκαυστον,
A burnt in fire, Il. 13.564, Plu.2.922a, Vett.Val.127.32; in late Ep. πυρίκαυτος, Epic. in Arch.Pap.7.4, Nonn. D. 10.74, al.
2 caused by a burn (or scald, cf. Gal.13.384), φλυκταινίδες ὥσπερ π. Hp.Epid.2.1.1; π. [ἕλκη] Dsc. 1.68.2, cf. Hp.Fract.27, Arist.Pr.866a6; later πυρίκαυτα ἕλκεα Aret. SA1.9.
3 πυρίκαυστον, τό, plaster for a burn, Thphr. HP 9.19.3, Ign.38; ἡ π. ἔμπλαστρος Asclep. ap. Gal.13.525.
II inflammatory, in the form -καυτος, Pl.Ti.85c, Luc.Asin.6, etc.
2 inflamed, ὑπερῴα πυρίκαυτος Aristid.Or.49(25).30.

German (Pape)

[Seite 822] mit Feuer gebrannt, angebrannt u. gehärtet; σκῶλος, Il. 13, 564; Nonn. D. 7, 158; Diosc.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 brûlé par le feu;
2 causé par une brûlure.
Étymologie: πῦρ, adj. verb. de καίω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυρίκαυ(σ)τος -ον [πῦρ, καίω] door verbranding veroorzaakt:; τραῦμα... πυρίκαυτον een brandwond Luc. 39.6; alg. brandend:. πυρίκαυτα νοσήματα ziekten met hoge koorts Plat. Tim. 85c.

Russian (Dvoretsky)

πῠρίκαυστος: (ρῐ) обожженный, обгоревший (σκῶλος Hom.).

English (Autenrieth)

(καίω): charred, Il. 13.564†.

Greek Monolingual

-η, -ο / πυρίκαυστος, -ον, ΝΜΑ, και πυρίκαυτος, -ον, Α
1. αυτός που, έχει καεί στη φωτιά
2. αυτός που προξενείται από τη φωτιά («φλυκταινίδες ὥσπερ πυρίκαυστοι», Ιπποκρ.)
3. το ουδ. ως ουσ. το πυρίκαυστο
έμπλαστρο ή αλοιφή για καμμένο τμήμα του σώματος
αρχ.
1. (ειδικά) αυτός που έχει καεί στη φωτιά με αποτέλεσμα να γίνει πιο σκληρός
2. (κυρίως στον τ. πυρίκαυτος) α) αυτός που εκπέμπει φλόγες, που αντανακλά μεγάλη θερμότητα («τραῡμα ἔχων πυρίκαυτον αὐτοῦ μοι παρεδρεύσεις», Λουκιαν.)
β) αυτός που παρουσιάζει φλόγαὑπερῴα πυρίκαυτος», Αριστείδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -καυστος / -καυτος (< καυστός / καυτός < καίω), πρβλ. ηλιό-καυστος, νεό-καυ- (σ)τος].

Greek Monotonic

πῠρίκαυστος: -ον ή -καυτος, αυτός που έχει καεί στη φωτιά, διάπυρος, πυρακτωμένος, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

πῠρίκαυστος: -ον, ὁ ἐν τῷ πυρὶ κεκαυμένος, Ἰλ. Ν. 563, Πλούτ. 2. 922Α. 2) ὁ ἐκ πυρὸς προξενούμενος, φλυκταινίδες ὥσπερ π. Ἱππ. 994D· ἕλκη π. Διοσκ. 1. 82 (81)· οὕτω μόνον τὰ πυρίκαυστα Ἱππ. 769Α, Ἀριστ. Προβλ. 1. 54, κτλ. 3) πυρίκαυστον, τό, ἔμπλαστρον ἢ ἀλοιφὴ διὰ κεκαυμένον μέρος τοῦ σώματος, Γαλην. ΙΙ. πεφλογισμένος, Πλάτ. Τίμ. 85C, ἐν τῷ τύπῳ -καυτος (ὅπερ ἀπαντᾷ καὶ παρὰ Λουκ. ἐν Λουκ. ἢ Ὄνῳ 6, κτλ.).

Middle Liddell

πῠρί-καυστος, ον,
or -καυτος, burnt in fire, Il.

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό πῦρ + καίω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη πῦρ.