ἀγρέω
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
English (LSJ)
A = αἱρέω, take, seize, freq. in Aeolic Inscrr. as IG12(2).6.33 (Pass., Lesbos); ἄγρει δ' οἶνον ἐρυθρόν Archil.4.3; τρόμος παῖσαν ἄγρει Sapph.2.14, cf. Thgn.294; ἀγρεῖ πόλιν captures the city, A.Ag.126 (lyr.); of fishing, AP6.304 (Phanias); in prescriptions, ἄγρει, take! Nic.Th.534, al.
II Hom. only in imper. ἄγρει, prop. take it!, hence, come on! ἄγρει μάν οἱ ἔπορσον Ἀθηναίην Il.5.765, cf. A.R.1.487; pl., ἀγρεῖτε (ἄγρειτε An. Ox.1.71) Od.20.149. Cf. ἄργειτε.
Spanish (DGE)
I 1coger, apoderarse de, atrapar τρόμος παῖσαν ἄγρει un temblor se apodera de mí toda Sapph.31.14, πόλιν A.A.126, μορμύρον atrapar, pescar un besugo, AP 6.304 (Phan.), cf. ἤγρηνται· ᾕρηνται Hsch.
•οἱ ἀγρεθέντες ἄνδρες los hombres escogidos, SEG 36.752.33 (Mitilene IV a.C.)
•en imperat. coge, toma ἄγρει δ' οἶνον ... ἀπὸ τρυγός Archil.11.8
•en recetas tómese Nic.Th.534.
2 en v. med. estar de acuerdo Hsch.α 778.
II como interj. en ép. ἄγρει ea, Il.5.765, 14.271, Od.21.176, plu. ἀγρεῖθ' Od.20.149.
• Diccionario Micénico: a-ke-re-se.
• Etimología: Al igual que ἀγείρω deriv. de la raíz *H2eg- mediante el suf. *r-, lo que supone un sentido de ‘reunir’, ‘traer’ del que derivará el de ‘cazar’, cf. ἄγρα. v. más datos de esta raíz s.u. ἄγω y ἀγρός.
German (Pape)
[Seite 22] (= ἀγρεύω, αἱρέω), jagen, fangen, χρόνῳ ἀγρεῖ πόλιν Aesch. Ag. 125; ἀγρεῖς μορμύρον Phani. 7 (VI, 304). Sonst nur imper-praes., ἄγρει δ' οἶνον ἐρυθρόν Archil. ftg. 49, nimm den Wein. Bei Hom. wird ἄγρει eine förmliche Interjection, wohlan, so daß immer noch ein anderer imperat. folgt: ἄγρει μάν οἱ ἔπορσον Ἀθηναίην Il. 5, 765, vgl. 7, 459. 11, 512. 14, 271 Od. 21, 176. Der plur. ἀγρεῖτε ebenso Od. 20, 149; also ganz wie ἄγε, ἄγετε. So auch Sp. Ep., z. B. Ap. Rh. 1, 487.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. prés.
1 s'emparer de;
2 impér. hom. ἄγρει IL, ἀγρεῖτε OD allons ! vite ! ἄγρει μάν IL eh bien, soit !.
Étymologie: ἄγρα.
Russian (Dvoretsky)
ἀγρέω:
1 ловить (sc. ἰχθύν Anth.);
2 захватывать, завоевывать (Πριάμου πόλιν Aesch.);
3 imper. при imper. другого глагола = ἄγε давай, ну: ἄγρει, σῶν ὀχέων ἐπιβήσεο Hom. взойди же на свою колесницу; ἀγρεῖτε, δῶμα κορήσατε Hom. подметите-ка дом.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγρέω: ποιητ. τύπ. τοῦ προηγ., ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ., ἀλλὰ σπανίως ἐν τῇ κυριολεκτικῇ σημασίᾳ· ἄγρει δ’ οἶνον ἐρυθρόν, ζήτησον..., Ἀρχίλ. 5. 3· τρόμος πᾶσαν ἀγρεῖ, καταλαμβάνει, Σαπφ. 2. 14, πρβλ. Θέογν. 294· ἀγρεῖ πόλιν, κυριεύει, Αἰσχύλ. Ἀγ. 126 (λυρ.), ἐπὶ τοῦ ἁλιεύειν, ἀγρεῖς, Ἀνθ. Π. 6. 304. ΙΙ. παρ’ Ὁμήρῳ μόνον κατὰ προστακτ. ἄγρει = ἄγε, ἔλα, ἐμπρός! ἄγρει μάν οἱ ἔπερσον Ἀθηναίην, Ἰλ. Ε. 765· οὕτως, ἀγρεῖτε, Ὀδ. Υ. 149· πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λέξει.
Greek Monotonic
ἀγρέω: ποιητ. τύπος του προηγ., μόνο στον ενεστ.·
I. συλλαμβάνω, κυριεύω, σε Σαπφώ, σε Αισχύλ.
II. προστ. ἄγρει = ἄγε, έλα! έλα εμπρός! σε Ομήρ. Ιλ.· με την ίδια σημασία, ἀγρεῖτε, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
poet. form of ἀγρεύω only in pres.]
I. to capture, seize, Sapph., Aesch.
II. imperat. ἄγρει, = ἄγε, come, come on Il.; ἀγρεῖτε Od.