ἐπίμονος

From LSJ
Revision as of 10:20, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίμονος Medium diacritics: ἐπίμονος Low diacritics: επίμονος Capitals: ΕΠΙΜΟΝΟΣ
Transliteration A: epímonos Transliteration B: epimonos Transliteration C: epimonos Beta Code: e)pi/monos

English (LSJ)

ἐπίμονον, staying on, lasting long, Plb.6.43.2; ἐ. ποιεῖν τὸν στρατηγόν continue him in his command, ib.15.6; ἐπιμόνους ποιεῖν ἐράνους delay their payment, Id.38.11.10; ὁ ὦνος ἐ. ἔστω Hermes 17.5 (Delos); κράτησις ἐπίμονος σπέρματος Sor.1.43; ἐ. τινι or ἔν τινι persevering in it, Plb.29.26.2, Plu.Flam.1; ἐπί τινος Stoic.3.32. Adv. ἐπιμόνως = constantly, permanently, Pl.Ax.372a, Ph.1.179; persistently, cj. in Gal.19.220: Comp. ἐπιμονώτερον more permanently, Gp.2.5.7.

German (Pape)

[Seite 964] dabei bleibend, verharrend, ausdauernd, στρατηγός, der nicht abgelöst wird, Pol. 6, 15, 6 u. a. Sp.; vgl. Ath. XV, 670 c; ἐν τῷ κολάζειν Plut. Flam. 1; geduldig, βίος Artemid.; – ἐπίμονόν τι ποιεῖν, Etwas einstellen, Pol. 38, 3, 10. – Adv. ἐπιμόνως, Plat. Ax. 372 a.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
persévérant, tenace, opiniâtre.
Étymologie: ἐπιμένω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίμονος:
1 длительный, долгий, постоянный (κολαστήριον Plut.): ἐπίμονον ποιεῖν τινα Polyb. продлить срок чьих-л. полномочий; ἐπιμόνους ποιεῖν ἐράνους Polyb. отсрочить платеж взносов;
2 упорный, настойчивый, стойкий (τινι и ἔν τινι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίμονος: -ον, διαμένων εἴς τι ἐπὶ πολύ, μόνιμος, Πολύβ. 6. 43, 2· ἐπίμονον ποιεῖν τὸν στρατηγόν, μόνιμον ἐν τῇ θέσει αὐτοῦ, αὐτόθι 15. 6· καὶ τοὺς ἐράνους ἐπιμόνους ποιεῖν, ἐπιβραδύνειν τὴν εἴσπραξιν αὐτῶν, ὁ αὐτ. 38. 3, 10· ὁ ὦνος ἐπ. ἔστω Συλλ. Ἐπιγρ. 2266. 17: ― ἐπ. τινι ἢ ἔν τινι, ἐπιμένων εἰς αὐτό, Πλουτ. Φλαμινῖν. 1. ― Ἐπίρρ. -νως, Πλάτ. Ἀξ. 372Α.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐπίμονος, -ον) επιμένω
αυτός που παραμένει σταθερός σε κάτι, που δεν αλλάζει γνώμη (α. «επίμονη προσπάθεια» β. «κατὰ πᾶσαν περίστασιν ἐπίμονον γενέσθαι τῇ γνώμῃ», Πολ.)
νεοελλ.
1. πείσμων, αμετάπειστος
2. εκείνος που συνεχίζεται με την ίδια ένταση (α. «επίμονοι πόνοι» β. «επίμονη βροχή»)
αρχ.
όποιος παραμένει πολύ καιρό σ’ έναν τόπο («ἐπίμονον ποιεῖν τὸν στρατηγόν»).