ῥίον
φιλοσοφώτερον καὶ σπουδαιότερον ποίησις ἱστορίας ἐστίν: ἡ μὲν γὰρ ποίησις μᾶλλον τὰ καθόλου, ἡ δ' ἱστορία τὰ καθ' ἕκαστον λέγει → poetry is something more scientific and serious than history, because poetry tends to give general truths while history gives particular facts
English (LSJ)
[ῐ], τό,
A any jutting part of a mountain, whether upwards or forwards; hence,
1 peak, περὶ ῥίον Οὐλύμποιο Il.8.25, cf. 14.154, 225, etc.; ῥ. ὀρέων Od.9.191; ῥ. οὔρεος h.Ap.139.
2 headland, Od.3.295; hence as pr. name of several places, esp. Ῥ. Μολυκρικόν and Ῥ. Ἀχαϊκόν at the mouth of the gulf of Corinth, Th.2.86 (cf. 84).
3 later, bay formed by a foreland, Ael.NA15.3. (Perh. akin to ῥίς, cf. Ness, Naze with nose.)
German (Pape)
[Seite 844] τό, jeder vorspringende Berg, gleichviel ob aufwärts od. vorwärts; also – a) Bergspitze, vor andern emporragende Berghöhe, Bergkuppe; Hom. λίπεν ῥίον Οὐλύμποιο, Il. 19, 114, wie 8, 25; ὀρέων, Od. 9, 191; οὔρεος, h. Apoll. 139. – b) Vorgebirge, Od. 3, 295 u. sp. D., wie Coluth. 212; vgl. nom. propr. – Bei Sp. auch Meerbusen, Ael. H. A. 15, 3, ἐν τῷ ῥίῳ τῷ Βακωνικῷ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 sommet ou pointe de montagne;
2 promontoire.
Étymologie: cf. ῥίς.
Russian (Dvoretsky)
ῥίον: τό
1 горная вершина, пик (Οὐλύμποιο Hom.);
2 мыс Hom.
Greek (Liddell-Scott)
ῥίον: τό, ἐξέχον μέρος ὄρους εἴτε πρὸς τὰ ἄνω εἴτε πρὸς τὰ ἐμπρὸς προέχον, ὅθεν, 1) ἡ κορυφὴ ὄρους, περὶ ῥίον Οὐλύμποιο Ἰλ. Θ. 25, πρβλ. Ξ. 154, 225, κτλ.· ῥίον ὀρέων Ὀδ. Ι. 191· ῥίον οὔρεος Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 139. 2) ἀκρωτήριον, ἐξέχων κρημνός, Ὀδ. Γ. 295· ὅθεν καὶ ὡς κύρ. ὄνομα πολλῶν τόπων, μάλιστα δὲ ἐκλήθησαν οὕτω τὰ Ῥίον Μολυκρικόν καὶ τὸ Ρ. Ἀχαϊκόν, κατὰ τὴν εἴσοδον τοῦ Κορινθιακοῦ κόλπου, Θουκ. 2. 86 (πρβλ. 84). 3) παρὰ μεταγεν. οὕτω καλεῖται καὶ κόλπος ὑπὸ ἀκρωτηρίου σχηματιζόμενος, Αἰλ. π. Ζ. 15. 3. (Ἴσως συγγενὲς τῷ ῥίς, πρβλ. Ness, Naze πρὸς τὸ Ἀγγλικ. nose).
English (Autenrieth)
peak, crag, headland, Od. 3.295.
Greek Monolingual
τὸ, Α
1. κορυφή όρους (α. «περὶ ῥίον Οὐλύμποιο», Ομ. Ιλ.
β. «ῥίῳ ὑλήεντι ὑψηλῶν ὀρέων», Ομ. Οδ.)
2. ακρωτήριο (α. «Ῥίον Ἀχαϊκόν», Θουκ.
β. «Νότος μέγα κῡμα ποτὶ σκαιὸν ῥίον ὠθεῖ», Ομ. Οδ.)
3. όρμος, κόλπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Γεωγραφικός όρος αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ῥίον (πιθ. < sri-yo-) ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα ser- / sr- «ψηλός, άκρη, μύτη» (πρβλ. χεττιτ, šer «ψηλά» šarā «προς τα ψηλά»). Η απουσία αρκτικού F- στο μυκηναϊκό τοπωνύμιο rijo «ακρωτήριο», το οποίο πιθανότατα συνδέεται με τον ελλ. τ. ῥίον, δεν επιτρέπει τη σύνδεσή του με τ. που εμφανίζουν αρκτικό Fρ-, όπως λ.χ. με το θρακ. βρίον «πόλη, τείχος»].
Greek Monotonic
ῥίον: τό, μέρος βουνού που προεξέχει·
1. κορυφή όρους, σε Όμηρ.
2. ακρωτήριο, κάβος, αιγιαλός, εξέχων γκρεμός, σε Ομήρ. Οδ., Θουκ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: mountain peak, foothills (Hom.); also as PlN (a.o. in Achaia; Th.).
Dialectal forms: Myc. rijo PlN.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: In Greek isolated; no certain etymology. -- Can as *Ϝρίον belong to Thrac. βρία πόλις, τεῖχος, Toch. A ri, B riye town; but this does not agree well with mountain(top; s. lit. on βρία. Not better with WP. 1, 267 (after Bezzenberger and Froehde) to Germ., e.g. OS wrisil giant or with Bugge BB 3, 112 (after Fick) to Skt. várṣman- n. height, Lat. verrūca, OCS vrьchъ, Russ. verch, Lith. viršùs highest top, summit; the last phonetically doubtful, cf. Schwyzer 352. After Heubeck Orbis 13,266f. (agreeing Risch Mus. Helv. 22, 194 n. 4) from *srii̯om to Hitt. še-(e)-ir above. -- WP. l.c. w. further lit., Pok. 1152; also W.-Hofmann s. ver-rūca. On the phonetics also Petersen Lang. 14, 57 (from *u̯re-om with e > i before s [?]). -- The word might be Pre-Greek.
Middle Liddell
ῥίον, ου, τό,
1. any jutting part of a mountain,
1. the peak, Hom.
2. a headland, foreland, Od., Thuc.
Frisk Etymology German
ῥίον: {rhíon}
Forms: myk. ri-jo? (Morpurgo Lex.s.v.)
Grammar: n.
Meaning: Berghöhe, Vorgebirge (Hom.); auch als ON (u.a. in Achaia; Th.);
Etymology : Im Griech. isoliert; ohne sichere Etymologie. — Kann als *ϝρίον zu thrak. βρία πόλις, τεῖχος, toch. A ri, B riye Stadt gehören; s. Lit. zu βρία. Nicht besser mit WP. 1, 267 (nach Bezzenberger und Froehde) zu germ., z.B. asächs. wrisil Riese oder mit Bugge BB 3, 112 (nach Fick) zu aind. várṣman- n. Höhe, lat. ver-rūca, aksl. vrьchъ, russ. verch, lit. viršùs höchste Spitze, Gipfel; letzteres lautlich bedenklich, vgl. Schwyzer 352. Nach Heubeck Orbis 13,266f. (zustimmend Risch Mus. Helv. 22, 194 A. 4) aus *srii̯om zu heth. še-(e)-ir oben, oberhalb. — WP. a. O. m. weiterer Lit., Pok. 1152; auch W.-Hofmann s. ver-rūca. Zum Lautlichen noch Petersen Lang. 14, 57 (aus *u̯re-som mit e > i vor s [?]).
Page 2,658