ἀζαλέος
English (LSJ)
α, ον,
A dry, parched, οὖρος Il.20.491; ὕλη Od.9.234, etc.; βῶν ἀζαλέην dry bull's-hide, Il.7.239; ἀ. γῆρας withered, sapless, IG 14.1389 i 12, Plu.2.789c.
2 metaph., harsh, cruel, AP5.237 (Maced.).
II Act., parching, scorching, Σείριος Hes.Sc.153, cf. A.R.4.679; of love, μανίαι Ibyc.1.9; of thirst, Nic.Th.339.—Poet. word.
III ἀζαλέα, ἡ, = ψίλωθρον, Glossaria.
Spanish (DGE)
(ἀζᾰλέος) -α, -ον
I 1seco, agostado, reseco οὖρος Il.20.491, ὕλη Od.9.234, ἄρουρα Nonn.D.13.375, χείλεα Nonn.D.43.31, μήτηρ en un acertijo ref. a la madera seca de encina Hes.Fr.266c
•fig. duro, seco, cruel γῆρας Marc.Sid. en IUrb.Rom.1155.12, Plu.2.789c, Ἄρης AP 5.238 (Maced.).
2 curtido de pieles βῶν Il.7.239, ἱμάντας A.R.2.53, ῥινοὺς βοῶν A.R.2.59.
II que seca, ardoroso Σείριος Hes.Sc.153, μανίαι Ibyc.5.10, δίψη Nic.Th.339.
III subst. ἡ ἀζαλέα azalea planta usada en el curtido de pieles azelia silotrum (l. ψίλωθρον) Gloss.3.597 (cj. en Index).
• Etimología: Cf. ἄζα.
German (Pape)
[Seite 43] trocken, dürr, δρῦς Il. 11, 494, ὕλη Od. 9, 234; βῶν ἀζαλέην, Schild, Iliad. 7, 239; οὔρεος ἀζαλέοιο, wasserlos, 20, 491; θέρος, Anyt. 3 (Plan. 291); oft bei sp. D.; – ausdörrend. Σείριος Hes. Sc. 152; ἥλιος Ap. Rh. 4, 679; Ibyc. μανίαι Κύπριδος ἀζ. frg. 1; δίψα Nic. Th. 338; γῆρας p. bei Plut. an sen. 9; ἄρης, der harte, grausame, Maced. 12 (V, 238).
French (Bailly abrégé)
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
Russian (Dvoretsky)
ἀζᾰλέος:
1 сухой, высохший (δρῦς, ὕλη Hom.): βοῦς ἀζαλέη Hom. щит, обтянутый просушенной бычачьей кожей; ἀζαλέον γῆρας Plut. высохшая старость, т. е. дряхлость;
2 сухой, безводный (οὖρος Hom.);
3 иссушающий, палящий, знойный (Σείριος Hes.);
4 сжигающий, испепеляющий, беспощадный (Ἄρης Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀζᾰλέος: -α, -ον, ξηρός, ἀπεξηραμμένος, οὖρος Ἰλ. Υ. 491˙ ὕλη, Ὀδ. Ι. 234 κτλ.˙ βῶν ἀζαλέην, ξηρὰν δορὰν βοός, Ἰλ. Η. 239: - ἀζ. γῆρας, ἀπεξηραμμένον, ἄνευ ἰκμάδος, Ἐπιτάφ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 6280, 12. Πλούτ. 2. 789Β. 2) μεταφ. ξηρός, τραχύς, σκληρός, ὡς τὸ ἄτεγκτος, Ἀνθ. Π. 5. 238. ἴδε Λοβ. Αἴ. 648. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ ξηραίνων, καταξηραίνων, Σείριος, Ἡσ. Ἀσπ. 153. πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. 4. 679. ἐπὶ ἔρωτος˙ μανίαι, Ἴβυκ. 1: - ποιητ. λέξις.
Greek Monotonic
ἀζᾰλέος: -α, -ον (ἄζω),
I. 1. ξηρός, αποξηραμένος, σε Όμηρ.· βῶν ἀζαλέην, ξηρό δέρμα βοδιού, σε Ομήρ. Ιλ.
2. μεταφ., ξηρός, τραχύς, σκληρός, σε Ανθ.
II. Ενεργ. αυτός που ξηραίνει, καίει, φλογερός, θερμός, καυτερός, ζεματιστός· Σείριος, σε Ησίοδ.
Middle Liddell
[ἄζω]
I. dry, parched, Hom.; βῶν ἀζαλέην the dry bull's-hide, Il.
2. metaph. dry, harsh, Anth.
II. act. parching, scorching, Σείριος Hes.