καρυκεύω

From LSJ
Revision as of 10:24, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰρῡκεύω Medium diacritics: καρυκεύω Low diacritics: καρυκεύω Capitals: ΚΑΡΥΚΕΥΩ
Transliteration A: karykeúō Transliteration B: karykeuō Transliteration C: karykeyo Beta Code: karukeu/w

English (LSJ)

A dress with rich sauce, ἱερεῖα Ath.4.173d:—more freq. in Pass., ὄψα κεκαρυκευμένα Alex.163.6, cf. Men.462.7, Sor.1.51, Alciphr.3.53; ἐς ταὐτὸν κ. make up into one sauce, Men.518.7: metaph., κ. λόγον season a story well, Plu.2.55a; [ἡ ἱστορία] κ. τὰς ἀπαγγελίας τῇ ποικιλίᾳ τῶν παραδειγμάτων Agath.Praef.
2 metaph., embroil, Erot. s.v. καρυκοειδέα, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1331] ein künstliches, leckerhaftes Gericht bereiten, bes. mit seiner Brühe zubereiten; Men. bei Ath. IV, 172 b; τὰ ἱερεῖα ἐμαγείρευον καὶ ἐκαρύκευον ib. 173 d; κεκαρυκευμένοις ὄψοισι καὶ ζωμοῖς Alexis bei Ath. XIV, 642 d. Übertr.,παιδιὰν ἢ πρᾶξιν ἢ λόγον ἐφ' ἡδονῇ ὀψοποιεῖν καὶ καρυκεύειν Plut. de adul. et amic. discr. 15.

French (Bailly abrégé)

accommoder délicatement en civet ou en ragoût.
Étymologie: καρύκη.

Russian (Dvoretsky)

κᾰρῡκεύω:
1 приготовлять изысканные блюда, приправлять тонкими соусами (τὰ ἱερεῖα Men.): τὰ κεκαρυκευμένα Men. пряные блюда;
2 перен. приправлять, сдабривать, приукрашивать (ἢ πρᾶξιν ἢ λόγον Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

κᾰρῡκεύω: ἀρτύω, ἡδύνω τὸ ἔδεσμα διὰ καρύκης, τοῖς δὲ κεκαρυκευμένοις ὄψοισι καὶ ζωμοῖσιν ἥδομ’, ὦ θεοὶ Ἄλεξ. ἐν «Ὁμοίᾳ» 1· τὰ ἱερεῖα περιτέμνοντες… ἐμαγείρευον αὐτὰ καὶ ἐκαρύκευον Ἀθήν. 173D· λοπάδα εὖ μάλα κεκαρυκευμένην Ἀλκίφρων 3. 53· ἐς ταυτὸν καρυκεύειν, μέλι, σεμίδαλιν, ᾠὰ Μένανδρ. ἐν «Ψευδηρακλεῖ» 1· μεταφ., ἀεί τινα παιδιὰν ἢ πρᾶξιν ἢ λόγον ἐφ’ ἡδονὴν καὶ πρὸς ἡδονὴν ὀψοποιεῖν καὶ καρυκεύειν Πλούτ. 2. 55Α· - Παθ., τὰ κεκαρυκευμένα Μένανδρ. ἐν «Τροφωνίῳ» 1. 7. 2) μεταφ. ὡς τὸ Λατ. miscere res, συνταράσσω, ἀναδεύω, Ἡσύχ., ἐν λ. καρύκη, ὅστις ὡσαύτως ἀναφέρει καὶ τὸν τύπον καρυκάζω.

Greek Monolingual

καρυκεύω) καρύκη
1. προσθέτω στο φαγητό καρυκεύματα για να γίνει πιο νόστιμο («τὰ ἱερεῖα... ἐμαγείρευον... καὶ ἐκαρύκευον», Αθήν.)
2. φρ. «καρυκεύω τον λόγο(ν)» — κάνω τον λόγο γλαφυρότερο χρησιμοποιώντας ωραίες λέξεις ή φράσεις
αρχ.
ανακατώνω, περιπλέκω.

Mantoulidis Etymological

(=νοστιμεύω). Ἀπότό καρύκη (=πλούσια λυδική σάλτσα).
Παράγωγα: καρύκευμα, καρυκεία, καρυκευτής, καρυκευτός.