ἀτυχής

From LSJ
Revision as of 10:26, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτῠχής Medium diacritics: ἀτυχής Low diacritics: ατυχής Capitals: ΑΤΥΧΗΣ
Transliteration A: atychḗs Transliteration B: atychēs Transliteration C: atychis Beta Code: a)tuxh/s

English (LSJ)

ἀτυχές,
A unfortunate, Antipho 2.2.1 (Sup.); οὐ γὰρ οὕτως ἄφρων οὐδ' ἀ. εἰμι D.3.21; euphemism, ἀτυχὴς γενέσθαι 'get into trouble', Pl.Lg.905a: late acc. fem. ἀτυχήν Annales du Service22.10 (i B.C./i A.D.). Adv. ἀτυχῶς = in unfortunate manner, unfortunately Isoc.12.15: Sup. ἀτυχέστατα Longin.33.5.
II missing, without share in, τινός Ael.NA11.31, Max.Tyr.20.5.

Spanish (DGE)

(ἀτῠχής) -ές
• Morfología: [ac. sg. fem. ἀτυχῆν SEG 1.570.3 (Leontópolis, Egipto I a./d.C.)]
I 1infortunado, no favorecido por la suerte de pers. ἀτυχέστατος ... τῶν πάντων ἀνθρώπων Antipho 2.2.1, οἱ ... τῶν αἰχμαλώτων ἀτυχέστατοι ἦσαν Hp.Ep.Or.Thess.408.8, οὐ γὰρ οὕτως ... ἀτυχής εἰμ' ἐγώ D.3.21, Θηβαῖοι D.18.19, ἄλλος ἀτυχὴς γενόμενος Pl.Lg.905a, ἄνθρωπος D.Chr.46.12, ἀκανθοβάται AP 11.322 (Antiphan.), σοι δοκῶ ... ἀτυχής τις εἶναι Plu.2.462d, ἀτυχὴς ὁ μέλλων γαμεῖν Ach.Tat.1.8.3, μέθυσος Hierocl.Facet.229, εὐνοῦχος Hierocl.Facet.252
de abstr. ἔρωτος ἀτυχοῦς ὑπόμνημα Charito 5.10.2, ὀμωνυμία Charito 4.2.11, cf. SEG l.c., Aristaenet.2.10.3
neutr. plu. como adv. ἀτυχέστατα del modo más desafortunado πίπτουσιν ἀ. caen en los defectos más desafortunados Longin.33.5.
2 perjudicial, dañino ἤ τι ἄλλο ἀτυχέστερον καὶ ταπεινότερον o algo aun más dañino y ruin (que una zorra), Arr.Epict.1.3.8.
II que no tiene parte en c. gen. οὔτε γὰρ τὸ φιλεῖν ἡδονῆς ἀτυχές Max.Tyr.14.5.
III adv. ἀτυχῶς = infortunadamente, sin tener la suerte de lado οὕτως ἀ. φέρομαι παρ' αὐτοῖς Isoc.12.15, πίπτειν ἀ. Aristaenet.1.23.5, cf. Charito 6.6.1.

German (Pape)

[Seite 390] ές, unglücklich, Plat. Legg. X, 905 a u. Folgde; bes. nicht erlangend, verfehlend; übh. τινός, untheilhaft, συνέσεως Ael. H. A. 11, 31.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 malheureux, infortuné;
2 qui échoue, qui n'obtient pas sa part de, gén..
Étymologie: , τυχή.

Russian (Dvoretsky)

ἀτῠχής: несчастный, злополучный Plat., Dem.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτῠχής: -ές, ἀτυχής, δυστυχής, Ἀντιφῶν 116. 23 (ἐν τῷ ὑπερθ. Πλάτ. Νόμ. 905Α· οὐ γὰρ οὕτως ἄφρων οὐδ’ ἀτυχής εἰμι Δημ. 34. 13: - Ἐπίρρ. -χῶς Ἰσοκρ. 236Α. ΙΙ. ἄμοιρος, ἀλλὰ γοῦν συνέσεως καὶ τῆς καθ’ ἑαυτὰ σοφίας οὐκ ἀτυχῆ (ἀτυχεῖ Ἑρχέριος) Αἰλ. π. Ζ. 11. 31.

Greek Monolingual

-ές (AM ἀτυχής, -ές)
δυστυχής, κακότυχος
νεοελλ.
(για ενέργειες ή καταστάσεις) ανεπιτυχής, άστοχος
μσν.
1. αυτός που φέρνει κακή τύχη και οδηγεί σε αποτυχία
2. κακός, μοχθηρός
αρχ.
αμέτοχος, άμοιρος («σοφίας οὐκ ἀτυχῆ» — που έχουν κάποια σοφία).
[ΕΤΥΜΟΛ. ατυχής < α- στερ. + -τυχής < τύχη ή < έτυχον, αόρ. β' του τυγχάνω (πρβλ. δυστυχής, ευτυχής)
άτυχος, μεταπλασμένος τ. του επιθ. ατυχής (πρβλ. δύστυχος < δυστυχής.

Greek Monotonic

ἀτῠχής: -ές (τυγχάνω), άτυχος, αυτός που δεν έχει τύχη, σε Δημ. κ.λπ.

Middle Liddell

τυγχάνω
luckless, unfortunate, Dem., etc.

English (Woodhouse)

sad, unfortunate, unhappy, wicked

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

Armenian: դժբախտ, ձախորդ; Bulgarian: нещастен; Catalan: desafortunat; Danish: uheldig, ulykkelig; Dutch: onfortuinlijk; Faroese: óskepnuligur, eydnuleysur, vanlukkuligur; Finnish: onneton, epäonninen; French: infortuné; Galician: desafortunado; German: unglücklich, unglückselig; Greek: άμοιρος; Ancient Greek: δυστυχής, ἀτυχής; Ido: desfortunoza; Irish: mí-ámharach, mífhortúnach; Italian: sfortunato, iellato, sfigato, scalognato, malcapitato, sventurato, disgraziato; Kazakh: бақытсыз; Kurdish Central Kurdish: بێبەخت‎; Latin: infelix; Malayalam: ദൗര്‍ഭാഗ്യം; Norwegian: uheldig; Occitan: desfortunat, malastrugat; Polish: fatalny, pechowy; Portuguese: desafortunado, azarado, infeliz; Russian: несчастный, несчастливый, неудачный, неудачливый; Spanish: desafortunado, desgraciado; Swedish: olycklig