μελεδώνη

From LSJ
Revision as of 10:26, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τοὐλεύθερον γὰρ ὄνομα παντὸς ἄξιον → the title ‘free' is worth everything

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελεδώνη Medium diacritics: μελεδώνη Low diacritics: μελεδώνη Capitals: ΜΕΛΕΔΩΝΗ
Transliteration A: meledṓnē Transliteration B: meledōnē Transliteration C: meledoni Beta Code: meledw/nh

English (LSJ)

ἡ,
A care, sorrow, in plural, Od.19.517, Sapph.17, Theoc.21.5, Cerc.7.5; ἄγρυπνοι μελεδῶναι Phanocl.1.5: rare in Prose, Gal.18(1).363: in h.Ap.532, h.Merc. 447, Hes.Op.66, Thgn.883, the vulg. readings μελεδώνων, μελεδῶνας (as if from μελεδών) should prob. be corrected μελεδωνῶν, -δώνας; cf. μεληδών.
II in sg., = μελέτη, δέεται πολλῆς μ. Hp.Mul.1.36.

German (Pape)

[Seite 121] ἡ, = μελέδη, vgl. μελεδών, Sorge, Kummer; πυκιναὶ δέ μοι ἀμφ' ἀδινὸν κῆρ ὀξεῖαι μελεδῶναι ὀδυρομένην ἐρέθουσιν, Od. 19, 517; γυιοβόροι, Hes. O. 66; Sappho bei Hdn. π. μ. λ. 23, 12; Theocr. 21, 5; vom Kummer der Liebe, Agath. 13 (V, 273). – Wartung, Pflege, Hippocr.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
souci, inquiétude.
Étymologie: μελεδών.

Russian (Dvoretsky)

μελεδώνη:забота, тревога, беспокойство (ὀξεῖα Hom.; γυιοβόρος Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

μελεδώνη: ἡ, φροντίς, μέριμνα, λύπη, Ὀδ. Τ. 517, Σαπφὼ 20, Θεόκρ. 21. 5, κτλ.· ἐν Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 532, εἰς Ἑρμ. 447, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 66, Θεόγν. 883, ἡ κοινὴ γραφὴ μελεδώνων, μελεδῶνας, (ὡς εἰ ἐξ ὀνομαστ. μελεδὼν)· διορθωτέα εἰς μελεδωνῶν, -δώνας· οὕτως ἐν Φανοκλ. παρὰ Στοβ. σ. 64. 14, μελεδῶναι, (ἀντὶ -ῶνες) εὕρηται ἐν τοῖς ἀρίστοις τῶν Ἀντιγρ.· ἀλλ’ ἴδε τὴν λέξ. μεληδών· - παρὰ μεταγενεστ. ποιηταῖς ἔχομεν γεν. μεληδόνος (Ἀνθ. Π. 5. 293), δοτ. πληθ. μεληδόσι (Χριστοδ. Ἔκφρ. 16). ΙΙ. = μελέτη, Ἱππ. 605. 11, ἔνθα ὑπάρχει ἐν χρήσει τὸ ἑνικόν.

Greek Monolingual

μελεδώνη, ἡ (Α)
βλ. μελεδών.

Greek Monotonic

μελεδώνη: ἡ (μελεδαίνω), φροντίδα, λύπη, σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ.

Middle Liddell

μελεδώνη, ἡ, μελεδαίνω
care, sorrow, Od., Theocr.

Mantoulidis Etymological

(=φροντίδα). Ἀπό τό μελεδαίνω (=φροντίζω) κι αὐτό ἀπό τό μέλος.