μελεδώνη
τοὐλεύθερον γὰρ ὄνομα παντὸς ἄξιον → the title ‘free' is worth everything
English (LSJ)
ἡ,
A care, sorrow, in plural, Od.19.517, Sapph.17, Theoc.21.5, Cerc.7.5; ἄγρυπνοι μελεδῶναι Phanocl.1.5: rare in Prose, Gal.18(1).363: in h.Ap.532, h.Merc. 447, Hes.Op.66, Thgn.883, the vulg. readings μελεδώνων, μελεδῶνας (as if from μελεδών) should prob. be corrected μελεδωνῶν, -δώνας; cf. μεληδών.
II in sg., = μελέτη, δέεται πολλῆς μ. Hp.Mul.1.36.
German (Pape)
[Seite 121] ἡ, = μελέδη, vgl. μελεδών, Sorge, Kummer; πυκιναὶ δέ μοι ἀμφ' ἀδινὸν κῆρ ὀξεῖαι μελεδῶναι ὀδυρομένην ἐρέθουσιν, Od. 19, 517; γυιοβόροι, Hes. O. 66; Sappho bei Hdn. π. μ. λ. 23, 12; Theocr. 21, 5; vom Kummer der Liebe, Agath. 13 (V, 273). – Wartung, Pflege, Hippocr.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
souci, inquiétude.
Étymologie: μελεδών.
Russian (Dvoretsky)
μελεδώνη: ἡ забота, тревога, беспокойство (ὀξεῖα Hom.; γυιοβόρος Hes.).
Greek (Liddell-Scott)
μελεδώνη: ἡ, φροντίς, μέριμνα, λύπη, Ὀδ. Τ. 517, Σαπφὼ 20, Θεόκρ. 21. 5, κτλ.· ἐν Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 532, εἰς Ἑρμ. 447, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 66, Θεόγν. 883, ἡ κοινὴ γραφὴ μελεδώνων, μελεδῶνας, (ὡς εἰ ἐξ ὀνομαστ. μελεδὼν)· διορθωτέα εἰς μελεδωνῶν, -δώνας· οὕτως ἐν Φανοκλ. παρὰ Στοβ. σ. 64. 14, μελεδῶναι, (ἀντὶ -ῶνες) εὕρηται ἐν τοῖς ἀρίστοις τῶν Ἀντιγρ.· ἀλλ’ ἴδε τὴν λέξ. μεληδών· - παρὰ μεταγενεστ. ποιηταῖς ἔχομεν γεν. μεληδόνος (Ἀνθ. Π. 5. 293), δοτ. πληθ. μεληδόσι (Χριστοδ. Ἔκφρ. 16). ΙΙ. = μελέτη, Ἱππ. 605. 11, ἔνθα ὑπάρχει ἐν χρήσει τὸ ἑνικόν.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
μελεδώνη: ἡ (μελεδαίνω), φροντίδα, λύπη, σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ.
Middle Liddell
μελεδώνη, ἡ, μελεδαίνω
care, sorrow, Od., Theocr.
Mantoulidis Etymological
(=φροντίδα). Ἀπό τό μελεδαίνω (=φροντίζω) κι αὐτό ἀπό τό μέλος.