πολύκοινος

From LSJ
Revision as of 10:28, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠ́κοινος Medium diacritics: πολύκοινος Low diacritics: πολύκοινος Capitals: ΠΟΛΥΚΟΙΝΟΣ
Transliteration A: polýkoinos Transliteration B: polykoinos Transliteration C: polykoinos Beta Code: polu/koinos

English (LSJ)

πολύκοινον,
A common to many or common to all, τὰν π. ἀγγελίαν, i.e. death, Pi.P.2.41; π. Ἅιδας S.Aj.1192 (lyr.); πυρετός Hp.Flat.6 (prob.); εὐδαιμονία, ἀγαθόν, Arist.EN1099b18, MM1204b1; εὐτυχία Them.Or.1.6d.
II promiscuous in sexual relations, Ptol.Tetr. 172, Cat.Cod.Astr.8(4).176.

German (Pape)

[Seite 664] Vielen gemein; ἀγγελία, Pind. P. 2, 41; Ἅιδης, Soph. Ai. 1172, der allgemeine, alle Menschen gleichmäßig umfassende; εὐδαιμονία, Arist. Eth. Nicom. 1, 9, 3; Sp.; auch ἑταίρη, Man. 5, 142, wie γυνή, Alciphr. 3, 50.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
commun à plusieurs ou à beaucoup.
Étymologie: πολύς, κοινός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύκοινος -ον [πολύς, κοινός] gemeenschappelijk aan allen:. π. Ἅιδας Hades die allen gemeenschappelijk is Soph. Ai. 1193; εἴη δ’ ἂν καὶ πολύκοινον dan zal het (geluk) ook wel bereikbaar zijn voor velen Aristot. EN 1099b18.

Russian (Dvoretsky)

πολύκοινος: общий для многих или для всех всеобщий (Ἃιδης Soph.; εὐδαιμονία Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

πολύκοινος: -ον, ὁ κοινὸς πολλοῖς ἢ τοῖς πᾶσι, τὰν π. ἀγγελίαν, δηλ. τὸν θάνατον, Πινδ. Π. 2. 77· π. Ἅιδης Σοφ. Αἴ. 1192· εὐδαιμονία Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 9, 4.

English (Slater)

πολῠκοινος, -ον open to many, general τὰν πολύκοινον ἀνδέξατ' ἀγγελίαν (P. 2.41)

Greek Monolingual

-ον, Α
1. κοινός σε πολλούς (α. «πολύκοινον ἀγγελίαν», Πίνδ.
β. «πολύκοινον Ἄιδαν», Σοφ.)
2. αυτός που έχει σεξουαλικές σχέσεις με πολλές ή με πολλούς, έκδοτος στις σαρκικές σχέσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κοινός (πρβλ. πάγκοινος)].

Greek Monotonic

πολύκοινος: -ον, κοινός σε πολλούς ή σε όλους, σε Πίνδ., Σοφ.

Middle Liddell

πολύ-κοινος, ον,
common to many or to all, Pind., Soph.