κινητέος

From LSJ
Revision as of 10:35, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῑνητέος Medium diacritics: κινητέος Low diacritics: κινητέος Capitals: ΚΙΝΗΤΕΟΣ
Transliteration A: kinētéos Transliteration B: kinēteos Transliteration C: kiniteos Beta Code: kinhte/os

English (LSJ)

α, ον,
A to be moved or excited, Pl.Amat.134a; to be altered, Id.Lg.738d, Arist.Pol.1269a25.
II κινητέον, one must call into play, τὴν ζωγραφίαν Pl.R. 373a.
2 one must excite, ὀργὴν ἢ ἔλεον S.E.M.2.11.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de κινέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κινητέος -α -ον, adj. verb. van κινέω, die in beweging gezet moet worden:; εἰ καὶ κινητέοι ( νόμοι ) als de wetten wel veranderd moeten worden Aristot. Pol. 1269a25; n. onpers. κινητέον er moet in beweging gezet worden, met acc.: τὴν ζωγραφίαν de schilderkunst moet erbij gehaald worden Plat. Resp. 373a.

Greek Monotonic

κῑνητέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του κινέω,
I. αυτός που πρέπει να κινηθεί, σε Πλάτ.
II. κινητέον, αυτό που πρέπει κάποιος να βάλει σε κίνηση, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

κῑνητέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ κινέω, ὃν δεῖ κινεῖν, Πλάτ. Ἀτεραστ. 134A· ― μεταβλητέος, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 8. 25. ΙΙ. κινητέον, πρέπει τις νὰ βάλῃ εἰς κίνησιν, νὰ παρουσιάσῃ, τὴν ζωγραφίαν Πλάτ. Πολ. 373A. 2) πρέπει τις νὰ μεταβάλῃ, οὐδὲν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 738D.

Middle Liddell

κῑνητέος, η, ον verb. adj. of κινέω
I. to be moved, Plat.
II. κινητέον, one must call into play, Plat.