ἐπέλπομαι
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
English (LSJ)
Ep. ἐπιέλπομαι, poet. Verb, have hopes of, hope, c. inf. fut., μὴ δὴ.. ἐμοὺς ἐπιέλπεο μύθους εἰδήσειν Il.1.545; ἐπιελπόμενος τό γε θυμῷ, νευρὴν ἐντανύειν (fut. inf., v.l. -σειν) Od.21.126; οὐδὲν ἐπελπομένα.. ἐκτολυπεύσειν A.Ag.1031 (lyr.): generally, expect, Telest. 1.1.
German (Pape)
[Seite 914] dabei hoffen, Aesch. Ag. 1002. Vgl. ἐπιέλπομαι.
French (Bailly abrégé)
seul. part. prés.
espérer encore, espérer.
Étymologie: ἐπί, ἔλπομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπέλπομαι: эп. ἐπιέλπομαι иметь (еще) надежду, надеяться Aesch.: μὴ πάντας ἐμοὺς ἐπιέλπεο μύθους εἰδήσειν Hom. не надейся узнать все мои замыслы.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπέλπομαι: καί Ἐπικ. ἐπιέλπομαι (ἔλπω): - ποιητ. ῥῆμα, ἔχω ἐλπίδας, ἐλπίζω ὅτι, μετ’ ἀπαρ. μέλλ., μὴ δὴ πάντας ἐμοὺς ἐπιέλπεο μύθους εἰδήσειν Ἰλ. Α. 545· ἐπιελπόμενος τό γε θυμῷ, νευρὴν ἐντανύσειν Ὀδ. Φ. 126· οὐδὲν ἐπελπομένα... ἐκτολυπεύσειν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1031: καθόλου, ἐλπίζω, Τελέστ. 1. 1.
Greek Monolingual
ἐπέλπομαι και επικ. τ. ἐπιέλπομαι (Α)
ελπίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + έλπομαι «ελπίζω, προσδοκώ»].
Greek Monotonic
ἐπέλπομαι: Επικ. ἐπι-έλπομαι (ἔλπω), έχω ελπίδες, ελπίζω ότι..., με απαρ. μέλ., σε Όμηρ., Αισχύλ.
Middle Liddell
epic ἐπι-έλπομαι ἔλπω
to have hopes of, to hope that . ., c. inf. fut., Hom., Aesch.