ἐπέλπομαι

From LSJ
Revision as of 10:37, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπέλπομαι Medium diacritics: ἐπέλπομαι Low diacritics: επέλπομαι Capitals: ΕΠΕΛΠΟΜΑΙ
Transliteration A: epélpomai Transliteration B: epelpomai Transliteration C: epelpomai Beta Code: e)pe/lpomai

English (LSJ)

Ep. ἐπιέλπομαι, poet. Verb, have hopes of, hope, c. inf. fut., μὴ δὴ.. ἐμοὺς ἐπιέλπεο μύθους εἰδήσειν Il.1.545; ἐπιελπόμενος τό γε θυμῷ, νευρὴν ἐντανύειν (fut. inf., v.l. -σειν) Od.21.126; οὐδὲν ἐπελπομένα.. ἐκτολυπεύσειν A.Ag.1031 (lyr.): generally, expect, Telest. 1.1.

German (Pape)

[Seite 914] dabei hoffen, Aesch. Ag. 1002. Vgl. ἐπιέλπομαι.

French (Bailly abrégé)

seul. part. prés.
espérer encore, espérer.
Étymologie: ἐπί, ἔλπομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπέλπομαι: эп. ἐπιέλπομαι иметь (еще) надежду, надеяться Aesch.: μὴ πάντας ἐμοὺς ἐπιέλπεο μύθους εἰδήσειν Hom. не надейся узнать все мои замыслы.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπέλπομαι: καί Ἐπικ. ἐπιέλπομαι (ἔλπω): - ποιητ. ῥῆμα, ἔχω ἐλπίδας, ἐλπίζω ὅτι, μετ’ ἀπαρ. μέλλ., μὴ δὴ πάντας ἐμοὺς ἐπιέλπεο μύθους εἰδήσειν Ἰλ. Α. 545· ἐπιελπόμενος τό γε θυμῷ, νευρὴν ἐντανύσειν Ὀδ. Φ. 126· οὐδὲν ἐπελπομένα... ἐκτολυπεύσειν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1031: καθόλου, ἐλπίζω, Τελέστ. 1. 1.

Greek Monolingual

ἐπέλπομαι και επικ. τ. ἐπιέλπομαι (Α)
ελπίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + έλπομαι «ελπίζω, προσδοκώ»].

Greek Monotonic

ἐπέλπομαι: Επικ. ἐπι-έλπομαι (ἔλπω), έχω ελπίδες, ελπίζω ότι..., με απαρ. μέλ., σε Όμηρ., Αισχύλ.

Middle Liddell

epic ἐπι-έλπομαι ἔλπω
to have hopes of, to hope that . ., c. inf. fut., Hom., Aesch.