ἀνάδοχος

From LSJ
Revision as of 10:37, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάδοχος Medium diacritics: ἀνάδοχος Low diacritics: ανάδοχος Capitals: ΑΝΑΔΟΧΟΣ
Transliteration A: anádochos Transliteration B: anadochos Transliteration C: anadochos Beta Code: a)na/doxos

English (LSJ)

ἀνάδοχον,
A taking upon oneself, giving security for, πρὸς τὴν ἀδελφὴν ἀ. τῶν χρημάτων Men.516.
II as substantive, security, surety, D.H.6.84, Plu.Dio18; τῆς φιλίας Κύπρις ἀ. PGrenf.1.1; περί, ὑπέρ τινος, Phalar.Ep.22,38.

Spanish (DGE)

-ον
garante, fiador τῶν χρημλάτων Men.Fr.449, τῶν ὁμολογουμένων Plu.Dio 18, cf. D.H.6.84, POxy.1489.7 (III a.C.), Stud.Pal.20.139.2 (VI a.C.)
c. ὑπέρ o περί más gen. ἀ. ὑπὲρ τηλικούτου πράγματος Phalar.Ep.38, ἀ. ... περὶ τοῦ μηδὲν ἐμὲ κατ' αὐτοῦ πονηρὸν πεπιστευκέναι Phalar.Ep.22
fig. fiador, responsable τῆς φιλίης Κύπρις ἐστι ἀ. Lyr.Alex.Adesp.1.3, del padrino del bautismo, Dion.Ar.EH M.3.396C.

German (Pape)

[Seite 187] ὁ, der Bürge, Plut. Dion. 18; Dion. H. 6, 84; τῶν χρημάτων, Men. bei Suid.

French (Bailly abrégé)

ος, ον (ὁ, ἡ)
caution, répondant.
Étymologie: ἀνά, δέχομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάδοχος:поручитель, порука (τινος Men., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάδοχος: -ον, ἐγγυητής, πρὸς τὴν ἀδελφὴν ἀν. τῶν χρημάτων Μενάνδρ. ἐν «Χήρᾳ» 3. ΙΙ. ἐγγύησις, ἐνέχυρον, Διον. Ἁλ. 6. 84, Πλουτ. Δίων 18. - ὁ ἀναδεχόμενος ἐκ τῆς κολυμβήθρας τόν βαπτιζόμενον, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

ο (Μ ἀνάδοχος, Α ἀνάδοχος, -ον) ἀναδέχομαι
μσν.- νεοελλ.
αυτός που δέχεται στην αγκαλιά του το βαπτιζόμενο βρέφος από την κολυμπήθρα, ο νονός
αρχ.-νεοελλ. εγγυητής
νεοελλ.
αυτός που αναλαμβάνει την εκτέλεση κάποιου έργου
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀνάδοχον
εγγύηση, ασφάλεια.

Mantoulidis Etymological

(=ἐγγυητής, αὐτός πού παίρνει στά χέρια του ἀπό τήν κολυμπήθρα τό βαφτισμένο μωρό, σημερ. νουνός). Ἀπό το ἀναδέχομαι, ἀπό ὅπου καί ἡ λέξη ἀναδοχή. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα δέχομαι.