διατρώγω

From LSJ
Revision as of 10:38, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἅπανθ' ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται· κοὐκ ἔστ' ἄελπτον οὐδέν, ἀλλ' ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες. → Long, unmeasurable Time brings to light everything unseen and hides what has been apparent. Nothing is beyond hope; even the fearsome oath and the most stubborn will is overcome. | All things long and countless time brings to birth in darkness and covers after they have been revealed! Nothing is beyond expectation; the dread oath and the unflinching purpose can be overcome.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διατρώγω Medium diacritics: διατρώγω Low diacritics: διατρώγω Capitals: ΔΙΑΤΡΩΓΩ
Transliteration A: diatrṓgō Transliteration B: diatrōgō Transliteration C: diatrogo Beta Code: diatrw/gw

English (LSJ)

A fut. -τρώξομαι Ar.V.164: aor. -έτρᾰγον ib.367:—gnaw through, τὸ δίκτυον Il.cc., cf. Com.Adesp.757; τὰς νευράς Arist. Rh.1401b16; keep munching, Pl.Com.173.10:—Pass., Hp.Mul.1.107.
2 c. gen. rei, eat of, Ael.VH1.10.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. διέτρᾰγον Ar.V.367]
1 mordisquear, mascar c. ac. βολβοὺς ... ὡς πλείστους διάτρωγε (prob. sent. obs.), Pl.Com.189.10, σχῖνον Com.Adesp.429, cf. Arist.Pr.931a8, MM 1202a21, c. gen. αἱ δὲ (αἶγες) ... τῆς δικτάμνου βοτάνης διέτραγον Ael.VH 1.10
cortar de un mordisco τὴν γλῶτταν αὑτοῦ διατραγών Plu.2.1126e
roer τὸ δίκτυον Ar.V.164, l.c., τὰς νευράς de los ratones, Arist.Rh.1401b16, cf. Bio Bor.31
en v. pas. ser premasticado, molido ἐπειδὰν μαλθακοὶ ὦσι διατρωγόμενοι de grano, legumbres secas, Hp.Mul.1.107.
2 fig. tragar, esquilmar con impuestos τὴν ἐπαρχίαν Lyd.Mag.3.61.

German (Pape)

[Seite 608] (s. τρώγω), durchnagen; διατρώξομαι τὸ δίκτυον Ar. Fesp. 164; διατραγεῖν 368, u. öfter; τῆς βοτάνης, daran fressen, Ael. V. H. 1, 10.

French (Bailly abrégé)

f. διατρώξομαι, ao.2 διέτραγον;
ronger, acc..
Étymologie: διά, τρώγω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-τρώγω doorknagen:. μῦς... διατρωγόντες τὰς νευράς muizen die de pezen doorknaagden Aristot. Rh. 1401b16.

Russian (Dvoretsky)

διατρώγω: (fut. διατρώξομαι, aor. 2 διέτραγον) прогрызать, перегрызать, проедать (τὸ δίκτυον Arph.; τὰς νευράς Arst.).

Greek Monolingual

διατρώγω (Α)
1. κατακόπτω με τα δόντια, ροκανίζω
2. τρώγω μέρος από κάτι («τῆς δικτάμνου διέτρωγον»).

Greek Monotonic

διατρώγω: μέλ. -τρώξομαι, αόρ. βʹ -έτρᾰγον· ροκανίζω, κατατρώγω, τὸ δίκτυον, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

διατρώγω: μέλλ. -τρώξομαι· ἀόρ. -έτραγον· -διὰ τῶν ὀδόντων κατακόπτω ὁλόκληρον· ῥοκανίζω ἐντελῶς, τὸ δίκτυον Ἀριστοφ. Σφηξ. 164, 368· τὰς νευρὰς Ἀριστ. Ρητ. 2.24,6· καταμασῶ, Πλάτ. Κωμ. Φα. 1.10. 2) μετὰ γεν. πράγμ., τρώγω ἔκ τινος, Αἰλ. Π. Ἱστ. 1.10.

Middle Liddell

fut. -τρώξομαι aor2 -έτρᾰγον
to gnaw through, τὸ δίκτυον Ar.