ἐπαρωγή
μάλα δ' ὦκα θύρηθ' ἔα ἀμφὶς ἐκείνων → very soon I was out, away from them | very soon was out of the water, and away from them
English (LSJ)
ἡ, (ἐπαρήγω)
A help, aid, A.R.1.302; ἐπαρωγὴν ποιεῖσθαί τινι Charond. ap. Stob.4.2.24.
II ἐ. τινος aid against a thing, Orac. ap. Luc.Alex.28: hence, opposition, IG14.2012A5.
German (Pape)
[Seite 906] ἡ, die Hülfe, der Beistand, Ap. Rh. 1, 302; νούσοιο, gegen die Krankheit, Luc. Alex. 28.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
secours : τινος remède contre qch.
Étymologie: ἐπαρήγω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπᾰρωγή: ῆς ἡ помощь, средство (νούσοιο λυγρῆς Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπᾰρωγή: ἡ, (ἐπαρήγω), ἀρωγή, ἐπικουρία, βοήθεια, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 302. ΙΙ. ἐπαρωγή τινος, βοήθεια κατά τινος πράγματος, νούσοιο λυγρῆς ἐπαρωγὴν Λουκ. Ἀλέξ. 28· ἐντεῦθεν, ἐναντίωσις, ἀντίστασις, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 618. 5.
Greek Monolingual
ἐπαρωγή, η (Α)
1. βοήθεια, επικουρία
2. βοήθεια εναντίον κάποιου
3. αντίσταση, εναντίωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αρωγή «βοήθεια»].
Greek Monotonic
ἐπᾰρωγή: ἡ, βοήθεια, αρωγή, εναντίον κάποιου, σε Λουκ.