ἀποκινέω

From LSJ
Revision as of 10:46, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Δειλοῦ γὰρ ἀνδρὸς δειλὰ καὶ φρονήματα → Etiam consilia ignava ignavi sunt viri → Des feigen Mannes Denkungsart ist feige auch

Menander, Monostichoi, 128
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποκῑνέω Medium diacritics: ἀποκινέω Low diacritics: αποκινέω Capitals: ΑΠΟΚΙΝΕΩ
Transliteration A: apokinéō Transliteration B: apokineō Transliteration C: apokineo Beta Code: a)pokine/w

English (LSJ)

A remove or put away from, ἀποκινήσασκε τραπέζης Il.11.636; μή μ' ἀποκινήσωσι θυράων Od.22.107; τῆς ὀδύνης Hp.Morb.2.69.
II intr., move off, abscond, Aen.Tact.10.5, Polyaen.1.43.2.

Spanish (DGE)

(ἀποκῑνέω)
• Morfología: [aor. ἀποκινήσασκε Il.11.636]
1 apartar, retirar c. ac. y gen. ἄλλος μὲν μογέων ἀποκινήσασκε τραπέζης πλεῖον ἐόν (δέπας) Il.l.c., μή μ' ἀποκινήσωσι θυράων Od.22.107, c. ac. τοὺς σφῆνας D.P.Au.1.14.
2 intr. retirarse, alejarse de una ciudad, Aen.Tact.10.5, cf. Polyaen.1.43.2
zarpar ἡ ναῦς ἀπεκινεῖτο X.Eph.1.10.8
librarse c. gen. τῆς ὀδύνης Hp.Morb.2.69.

German (Pape)

[Seite 307] wegbewegen, wegbringen, τινὰ θυράων Od. 22, 107; ἀποκινήσασκε δέπας τραπέζης Il. 11, 636; Sp., wo es auch intrans. »fortgehen« bedeutet, Aen. tact. 10.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
repousser : τινα θυράων OD écarter qqn des portes.
Étymologie: ἀπό, κινέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποκῑνέω:
1 сдвигать, поднимать (δέπας τραπέζης Hom.);
2 оттеснять (τινα θυράων Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκῑνέω: μέλλ. -ήσω, ἀποκινῶ ἢ μεταφέρω, ἀποκυλίω, ἀφαιρῶ ἀπό τινος, ἀπομακρύνω, ἀποκινήσασκε τραπέζης Ἰλ. Λ. 636· μή μ’ ἀποκινήσωσι θυράων Ὀδ. Χ. 107, οὐ γὰρ ἂν εὖ οἶδ’ ὅτι ἠδυνήθη ἀποκινῆσαι τὴν πέτραν ἀπὸ τῆς θύρας Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 2. 3. ΙΙ. ἀμετάβ., ἀπέρχομαι, «ξεκινῶ», Αἰν. Τακτ. 10, Πολύαιν. 1. 43, 2.

Greek Monotonic

ἀποκῑνέω: μέλ. -ήσω· Ιων. γʹ ενικ. αορ. αʹ ἀποκινήσασκεν· μετακινώ, μεταφέρω, απομακρύνω από, με γεν., σε Όμηρ.

Middle Liddell


to remove or put away from, c. gen., Hom.