ἀκατάσχετος
τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid
English (LSJ)
ἀκατάσχετον, (κατέχω) not to be checked, ὁρμή Hipparch. ap. Stob.4.44.81, cf. Onos.1.3; δάκρυα D.S.17.38; of persons, uncontrollable, Phld.Piet.86, Apollon.Mir.40, Plu.Mar.44. Adv. ἀκατασχέτως D.S.17.34, Plu.Cam.37.
Spanish (DGE)
-ον
I 1incontenible, incontrolable ὁρμή Hipparch. en Stob.4.44.81, δάκρυα D.S.17.38, λογισμοί Pall.V.Chrys.6.11
•de pers. Plu.Mar.44, θυμός Mart.Pol.12.2
•sin límites, irreprimible ἡ τοῦ ἁγίου πνεύματος ἔκχυσις ... ἀ. καὶ ἄφθονος Didym.M.39.533A, τὸν ἔρωτα πρὸς τὸν θεὸν ἀκατάσχετον Mac.Aeg.Hom.15.37.
2 c. gen. que no puede contener θυμὸς ἀ. ὀργῆς LXX Ib.31.11.
II adv. -ως de manera incontenible ἀ. ὁρμᾶν Ael.NA 14.18, Pall.V.Chrys.9.26, cf. D.S.17.34, Plu.Cam.37.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu'on ne peut contenir;
NT: incontrôlable.
Étymologie: ἀ, κατέχω.
German (Pape)
nicht zu halten, nicht zu bändigen, Plut. Mar. 44; δάκρυα DS. 17.38.
• Adv. unaufhaltsam, φέρεσθαι Plut. Cam. 37.
Russian (Dvoretsky)
ἀκατάσχετος: неудержимый, безудержный (ἁρπάζοντες καὶ μιαιφονοῦντες Plut.; δάκρυα Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκατάσχετος: -ον, (κατέχω) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀναχαιτίσῃ, Ψευδο-Φωκυλ. 90, Διόδ. 17. 38, κτλ. - Ἐπίρρ. -τως, Πλουτ. Κάμ. 37.
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and a derivative of κατέχω; unrestrainable: unruly.
English (Thayer)
(κατέχω, to restrain, control), that cannot be restrained: R G. (Diodorus 17,38 ἀκατάσχετος δάκρυα, others.)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκατάσχετος, -ον)
αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να συγκρατηθεί, να αναχαιτιστεί, να σταματήσει
«ακατάσχετη ορμή, φλυαρία, αιμορραγία»
νεοελλ.
1. αυτός που δεν κατασχέθηκε αναγκαστικά (για την ικανοποίηση του δανειστή) ή που δεν υπόκειται σε κατάσχεση
2. το ουδέτ. και ως ουσιαστικό, το ακατάσχετον
«το ακατάσχετον του μισθού».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + κατέχω.
ΠΑΡ. ἀκατασχεσία.
Greek Monotonic
ἀκατάσχετος: -ον (κατέχω), αυτός που δεν μπορεί να παρεμποδισθεί, να αναχαιτισθεί, επίρρ. -ως, σε Πλούτ.
Middle Liddell
κατέχω
not to be checked:— adv. -τως, Plut.
Chinese
原文音譯:¢kat£scetoj 阿-卡他-士赫拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:不-向下-有
字義溯源:不受約束的,難控制的,難制伏的,不守法的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(κατέχω)=壓住)組成;而 (κατέχω)又由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(ἔχω)*=持)組成
出現次數:總共(1);雅(1)
譯字彙編:
1) 是難制伏的(1) 雅3:8
Mantoulidis Etymological
(=ἀσυγκράτητος). Ἀπό τό α στερητ. + κατέχω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ἔχω.