κοτυλήρυτος

From LSJ
Revision as of 10:47, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἡ γὰρ σιωπὴ τοῖς σοφοῖσιν ἀπόκρισιςsilence, you see, is an answer for the wise (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοτυλήρῠτος Medium diacritics: κοτυλήρυτος Low diacritics: κοτυλήρυτος Capitals: ΚΟΤΥΛΗΡΥΤΟΣ
Transliteration A: kotylḗrytos Transliteration B: kotylērytos Transliteration C: kotylirytos Beta Code: kotulh/rutos

English (LSJ)

κοτυλήρυτον, (ἀρύω)
A that can be drawn in cups, i.e. flowing copiously, streaming, αἷμα Il.23.34.
2 ὄξος κ. a measure of vinegar, Nic.Th.539.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
que l'on peut puiser ou recueillir avec une coupe ; qui coule en abondance, à flots.
Étymologie: κοτύλη, ἀρύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοτυλήρυτος -ον [κοτύλη, ἀρύω] rijkelijk:. κοτυλήρυτον ἔρρεεν αἷμα het bloed stroomde rijkelijk Il. 23.34.

German (Pape)

(ἀρύω), mit Bechern zu schöpfen, d.i. reichlich fließend; αἷμα Il. 23.34; ὄξος, d.i. eine Kotyle Essig, Nic. Th. 539; nach Ath. XI.479a ὃ ἀμφοτέραις ταῖς χερσὶν ἀρυσθῆναι δύναται; vgl. κοτύλη und Schol. Eur. Hipp. 122. – Die Schreibart κοτυλήρρυτος, auf der Ableitung von ῥέω beruhend, ist auch nach den Erklärungen der Alten falsch.

Russian (Dvoretsky)

κοτῠλήρῠτος: который можно собирать чашками, т. е. обильно текущий (αἷμα Hom.).

English (Autenrieth)

(ἀρύω): that may be caught in cups, streaming, Il. 23.34†.

Greek Monolingual

κοτυλήρυτος, -ον (Α)
1. αυτός που μπορεί να αντληθεί με κοτύλη, με ποτήρι
2. άφθονος («ἀμφὶ νέκυν κοτυλήρυτον ἔρρεεν αἷμα», Ομ. Ιλ.)
3. φρ. «ὄξος κοτυλήρυτον» — μέτρο όξους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοτύλη + -ήρυτος (< ἀρύω «αντλώ»), πρβλ. ευήρυτος, κυλικήρυτος].

Greek Monotonic

κοτῠλήρῠτος: -ον (ἀρύω), αυτό που μπορεί να αντληθεί σε κύπελλα, δηλ. που ρέει αδιάκοπα, που κυλά άφθονα, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

κοτῠλήρῠτος: -ον, (ἀρύω) ὅπερ δύναταὶ τις νὰ ἀρυσθῇ διὰ ποτηρίων, δηλ. ῥέων ἀφθόνως, κοτυλήρυτον ἔρρεεν αἷμα, «τοσοῦτον τῷ πλήθει ὥστε καὶ κοτύλῃ ἀρύσασθαι» (Σχόλ.), Ἰλ. Ψ. 34, Ἐπικ. παρ’ Ἀθην. 479Α· ― ἀλλὰ, ὄξος κ., πιθαν. μέτρον ὄξους, Νικ. Θηρ. 539· ― πρβλ. εὐήρυτος.

Middle Liddell

κοτῠλ-ήρῠτος, ον ἀρύω
that can be drawn in cups, i. e. flowing copiously, streaming, Il.