κοτυλήρυτος
English (LSJ)
κοτυλήρυτον, (ἀρύω)
A that can be drawn in cups, i.e. flowing copiously, streaming, αἷμα Il.23.34.
2 ὄξος κ. a measure of vinegar, Nic.Th.539.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
que l'on peut puiser ou recueillir avec une coupe ; qui coule en abondance, à flots.
Étymologie: κοτύλη, ἀρύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοτυλήρυτος -ον [κοτύλη, ἀρύω] rijkelijk:. κοτυλήρυτον ἔρρεεν αἷμα het bloed stroomde rijkelijk Il. 23.34.
German (Pape)
(ἀρύω), mit Bechern zu schöpfen, d.i. reichlich fließend; αἷμα Il. 23.34; ὄξος, d.i. eine Kotyle Essig, Nic. Th. 539; nach Ath. XI.479a ὃ ἀμφοτέραις ταῖς χερσὶν ἀρυσθῆναι δύναται; vgl. κοτύλη und Schol. Eur. Hipp. 122. – Die Schreibart κοτυλήρρυτος, auf der Ableitung von ῥέω beruhend, ist auch nach den Erklärungen der Alten falsch.
Russian (Dvoretsky)
κοτῠλήρῠτος: который можно собирать чашками, т. е. обильно текущий (αἷμα Hom.).
English (Autenrieth)
(ἀρύω): that may be caught in cups, streaming, Il. 23.34†.
Greek Monolingual
κοτυλήρυτος, -ον (Α)
1. αυτός που μπορεί να αντληθεί με κοτύλη, με ποτήρι
2. άφθονος («ἀμφὶ νέκυν κοτυλήρυτον ἔρρεεν αἷμα», Ομ. Ιλ.)
3. φρ. «ὄξος κοτυλήρυτον» — μέτρο όξους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοτύλη + -ήρυτος (< ἀρύω «αντλώ»), πρβλ. ευήρυτος, κυλικήρυτος].
Greek Monotonic
κοτῠλήρῠτος: -ον (ἀρύω), αυτό που μπορεί να αντληθεί σε κύπελλα, δηλ. που ρέει αδιάκοπα, που κυλά άφθονα, σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
κοτῠλήρῠτος: -ον, (ἀρύω) ὅπερ δύναταὶ τις νὰ ἀρυσθῇ διὰ ποτηρίων, δηλ. ῥέων ἀφθόνως, κοτυλήρυτον ἔρρεεν αἷμα, «τοσοῦτον τῷ πλήθει ὥστε καὶ κοτύλῃ ἀρύσασθαι» (Σχόλ.), Ἰλ. Ψ. 34, Ἐπικ. παρ’ Ἀθην. 479Α· ― ἀλλὰ, ὄξος κ., πιθαν. μέτρον ὄξους, Νικ. Θηρ. 539· ― πρβλ. εὐήρυτος.
Middle Liddell
κοτῠλ-ήρῠτος, ον ἀρύω
that can be drawn in cups, i. e. flowing copiously, streaming, Il.